H ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
..Για πρώτη φορά ΔΩΡΕΑΝ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ από τις παραδόσεις ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ της Ε.Δ.Μ.
Κεφαλαιώδης "κόμβος" είναι η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ, στην άσκηση της δημοσιογραφίας... ΄Ισως το "άπαν" διότι τα πάντα μέσω συνέντευξης γίνονται... μέσω επαφών και συνομιλιών...και τηλεφωνικών...
Παράδοση:Θ.ΑΝΕΜΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ειδικότερα σήμερα όταν μιλάμε για συνέντευξη στον Τύπο εννοούμε κάτι πιο ευρύτερο, πιο ογκώδες και ξεχωριστά προβαλλόμενο από τα έντυπα, ιδιαίτερα όταν «η συνέντευξη» παίρνεται από επιφανή πρόσωπα του δημοσίου βίου
Η συνέντευξη είναι δύσκολο είδος , σχεδόν είναι τέχνη, τέχνη εκμαιευτική, κατά τα πρότυπα του Σωκράτους. Θέτεις ερωτήσεις στον συνομιλητή σου και λαμβάνεις απαντήσεις. Χρειάζεται μεγάλη μαστοριά, πονηριά και προπαρασκευασμένη στρατηγική για να φτάσεις στο στόχο σου. Διότι υπονοείται ότι κάποιος στόχος σε υποκίνησε για να ζητήσεις συνέντευξη από κάποιον.
Η συνέντευξη είναι ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού. Ο δημοσιογράφος πασχίζει να φέρει βόλτα στα νερά του τον συνεντευξιαζόμενο, ενώ αυτός προσπαθεί να προφυλαχτεί από τις κακοτοπιές, να πέσει στις παγίδες που στήνει ο δημοσιογράφος.
Συχνά, πολύ συχνά όμως ο συνεντευξιαζόμενος μεταμορφώνεται σε γάτα και πασχίζει με τον τρόπο του να περάσει στον δημοσιογράφο τα δικά του, να εμφανίσει εικόνα αγίου κ.λ.π., με αποτέλεσμα ο δημοσιογράφος να φεύγει με αδειανά χέρια και με μια συνέντευξη λαπά-πατάτα, -όπως λέμε στη δημοσιογραφική γλώσσα- που δεν θα παρουσίαζε το παραμικρό ενδιαφέρον στον αναγνώστη. Αυτό είναι μια απειλή που συνεχώς επικρέμεται επί των κεφαλών των δημοσιογράφων.
Υπάρχουν βασικά είδη συνέντευξης: 1) Συνέντευξη για συλλογή πληροφοριών και 2) Συνέντευξη παρουσίασης προσωπικοτήτων για διατύπωση απόψεών τους (πολιτικών, φιλολογικών, ιστορικών , καλλιτεχνικών κ.λ.π),μια εργασία δηλαδή φιλολογικά καλλιεπής, ένα συμπλήρωμα δηλαδή στην αισθητική του αναγνώστη και τίποτε περισσότερο...ναι μεν αλλά... μπορεί να μεταμορφωθεί και σε μέγα ειδησεογραφικό γεγονός...
Στο τελευταίο είδος έχει διαπρέψει ιδιαίτερα η Ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι και οδικός μας Θανάσης Λάλας. Αν εξαιρέσει κανείς τη Φαλάτσι –που ήταν συνάμα και πληροφοριακή,-οι συνεντεύξεις της προκαλούσαν παγκόσμιο ενδιαφέρον ο θανάσης Λάλας διαβάζονταν από ένα περιορισμένο κοινό κουλτουριάρηδων.
Στην πρώτη κατηγορία βρίσκεται ο Απ. Βραχιολίδης με χιλιάδες συνεντεύξεις στο ενεργητικό του, πάντα μέσα στην τρέχουσα επικαιρότητα, πάντα με νέες ειδήσεις.
΄Εχει δε αναπτύξει και τη θεωρία: «Συνέντευξη χωρίς να περιέχει είδηση, νέα πληροφορία είναι δώρον άδωρον, σαλάτα δίχως ξύδι» Είναι μια κάθετη άποψη μεν, αλλά ένας συνδυασμός των δύο ειδών θα ήταν το ιδανικό, που εν πολλοίς υπηρέτησε η Οριάνα Φαλάτσι, αλλά όχι κι ο Λάλας, ο οποίος ουδέποτε υπήρξε ρεπόρτερ και συλλέκτης πληροφοριών. Τούτο δε σημαίνει ότι οι συνεντεύξεις του δεν είναι άξιες λόγου.
Παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι απόψεις του έμπειρου στις συνεντεύξεις Θανάση Λαλά Είπε κάποτε:
«Η σημασία μιας συνέντευξης έχει πολλές πλευρές. Πρώτα-πρώτα, πόσο σημαντική είναι μια συνέντευξη από την πλευρά του συνεντευξιαζόμενου, που έχει να κάνει πάντα με το τι θα καταφέρει να πει μέσα από ένα συγκεκριμένο σύνολο ερωτήσεων και να καταγραφεί. Από την πλευρά του συνεντευξιαστή, τι θα ρωτήσει, έτσι ώστε ο συνεντευξιαζόμενος να μπορέσει να πει αυτό που θα μπορούσε να πει και να είναι σημαντικό. Και το τρίτο, είναι πολύ βασικό, έχει τρία στάδια: το πρώτο στάδιο είναι πώς ‘κλείνει’ μια συνέντευξη, το πώς καταφέρνεις να πείσεις κάποιον να σου μιλήσει, και δεν μιλάμε για έναν Έλληνα που θα έλεγε ένα ‘ναι’ εύκολα, λέμε για αυτούς τους ‘μεγάλους’.Το δεύτερο είναι να βρεθείς μαζί του και να συνομιλήσεις και να καταφέρεις να πάρεις το καλύτερο υλικό. Και το τρίτο, πολύ βασικό, είναι η επεξεργασία της συνέντευξης.
O κ. Λάλας.. το άλλο είδος της συνέντευξης.. αντίθετο με εκείνο του Βραχιολίδη...Ωστόσο οι σκέψεις του παρουσιάζουν ενδιαφέρον...
Έχει μεγάλη σημασία πια, έχοντας ένα υλικό, πώς θα το χειριστείς έτσι ώστε να έχει τον στόχο τον οποίο έχεις προαποφασίσει να έχει η συνέντευξη», υπογραμμίζει ο Θ. Λάλας και συνεχίζει λέγοντάς μας: «Εγώ ποτέ δεν προσέγγισα τη συνέντευξη με τη λογική της επικαιρότητας. Δηλαδή ποτέ δεν σκέφτηκα να κάνω μια συνέντευξη που θα αποτελούσε χρηστικό αντικείμενο γι’ αυτόν που θα τη διάβαζε. Εμένα με ενδιέφερε ένας φιλοσοφικός διάλογος, ένας διάλογος που θα ξεπερνούσε την επικαιρότητα και το τώρα, θα μάχετο με το χρόνο και θα είχε μια σημασία κάποια στιγμή, ανεξάρτητα από τα πρόσωπα που θα συμμετείχαν.
«Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, κ. Λάλα, γιατί ως όχημα για την προσωπική σας αυτή σχέση, όπως την περιγράφετε, διαλέγετε ανθρώπους επώνυμους, μεγάλα ονόματα; Μόνο η αφρόκρεμα των επωνύμων έχει να σας δώσει, δεν έχει να σας δώσει ο τυχαίος, που οπωσδήποτε ποτέ δεν είναι τυχαίος αλλά απλά ανώνυμος;»
«Σπάνια δημοσιεύω τέτοιες συνεντεύξεις, γιατί δεν θέλει να τις φιλοξενήσει η εφημερίδα. Μπορεί να είναι μία από τις μελλοντικές μου σκέψεις αυτή. Εγώ έκανα ήδη μία ρήξη με την εφημερίδα, έκανα ένα είδος συνέντευξης που δεν πατούσε πάνω στην επικαιρότητα. Στηρίχτηκα πάνω στο γεγονός ότι διηγούμαι μία ιστορία. Εάν η ιστορία ήταν ενός ανωνύμου, τότε θα ήταν πλήρης η ρήξη και, πιστεύω, δεν θα είχα τη δυνατότητα να το περάσω. Θα μου ήταν πολύ δύσκολο. Ήδη αυτά τα πρόσωπα, τα οποία προσέγγισα τότε, προξενούσαν εξαιρετική περιέργεια στην εφημερίδα μου. Φαντάσου το 1991 έναν τύπο σαν κι εμένα να πηγαίνει στον Ψυχάρη και να λέει ότι θα πάω στην Αγγλία να κάνω τον Foster. Το 1991 άκουγαν οι άνθρωποι Foster και δεν καταλάβαιναν τι είναι».
Σωστές οι παρατηρήσεις του. Αυτή τη διαδρομή επέλεξε. Ώστοσο αν προτιμούσε τη συνέντευξη επικαιρότητας, σίγουρα θα είχε μεγαλύτερα φόντα δημοσιοποίησης της εργασίας του. Διότι το άπαν στον Τύπο είναι η είδηση το γεγονός… Και κανείς Αρχισυντάκτης δεν θα διανοούταν να αποκλείσει μια συνέντευξη μεστή με πληροφορίες και γεγονότα. Μια συνέντευξη χαϊδευτική, περιγραφική, έστω και με φιλοσοφικές διαθέσεις κ.λ.π. του συνεντευξιαζόμενου, μπορεί να μείνει για καιρό στο συρτάρι του αρχισυντάκτη χωρίς να πάθει τίποτε η εφημερίδα. Είναι συμπλήρωμα, τσόντα, την οποίαν επιστρατεύουν όταν υπάρχει έλλειψη ύλης.
Ο Νίκος Χατζηνικολάου κι άλλοι αστέρες της τηλοψίας ακολουθούν τη συνταγή-θεωρία Βραχιολίδη γι αυτό κι έχουν πολλές βροντώδεις επιτυχίες,αφού οι συνεντεύξεις που λαμβάνουν ακουμπάνε την τρέχουσα επικαιρότητα...
Ας δούμε τι είναι η συνέντευξη με περισσότερες λεπτομέρειες:
Μια απλή συνάντηση δύο ατόμων
Ένας απλός διάλογος δύο ατόμων
Μια αυστηρώς δημοσιογραφική συνέντευξη (με στόχο τη συλλογή πληροφοριών)
Ένας μονόλογος ή μια εξομολόγηση…
Η ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ δεν αρκεί για να είναι επιτυχημένη μια συνέντευξη απαιτείται
ΜΕΘΟΔΟΣ & ΤΕΧΝΙΚΗ
Τύποι Συνέντευξης
Συνέντευξη για την πληροφόρηση. Στο κεφάλαιο αυτό ο δημοσιογράφος επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη συλλογή πληροφοριών από τον άνθρωπο που προσεγγίζει, -και νομίζει φυσικά ότι είναι γνώστης- είτε πρόκειται για πληροφορίες επικαιρότητας είτε όχι. Συχνά οι δημοσιογράφοι ανασκαλίζουν παλαιότερες ιστορίες και τις επαναφέρουν στην επικαιρότητα με νεότερα στοιχεία.
Ο δημοσιογράφος είναι ερώτηση και περιέργεια. Όσο πιο πολλές απορίες έχει, τόσο και πιο εγγύς βρίσκεται στην επιτυχία. Ρωτάει, ρωτάει…Για να ρωτάς πολλά χρειάζεται πρώτιστα να κατέχεις το αντικείμενο που ερευνάς αλλά και να ξέρεις πολλά για την προσωπικότητα που έχεις απέναντί σου. Αυτό έχει μεγάλη σημασία
Δεν τρομάζεις με τις ερωτήσεις σου τον συνομιλητή σου. Δημιουργείς κλίμα φιλικότητας και εμπιστοσύνης, ώστε να τον αφήσεις να βγάλει στη φόρα ακόμη κι αυτά που είχε κατά νου να αποκρύψει. Να μη διστάζεις υποκριτικά να είσαι κολακευτικός και θαυμαστικός προς αυτόν. Όλοι οι άνθρωποι νιώθουν ευχάριστα όταν δέχονται φληναφήματα και κολακευτικά σχόλια Χαλαρώνουν, ενθουσιάζονται και μετά ανοίγουν το στόμα τους.
Τύποι Ερωτήσεων
Ανοικτές ερωτήσεις
Κλειστές ερωτήσεις
Εναλλακτικές ερωτήσεις
Ερωτήσεις με παραπλανητική στόχευση.. Ρίχνεις άδεια για να πιάσεις γεμάτα…
Άμεσες ερωτήσεις
Έμμεσες ερωτήσεις
Επίπεδα Πληροφόρησης
Τα γεγονότα
Βλέπω, ακούω, νοιώθω, παρατηρώ. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης πρέπει όλες οι αισθήσεις του λαμβάνοντος συνέντευξη να είναι εν λειτουργία. Παρατηρώντας, βλέποντας και ακούγοντας, θα προκύψουν νέες απορίες και ερωτήματα που δεν είχες προγραμματίσει. Συχνά σε τέτοια φαινόμενα ,αλλού το πηγαίνεις εσύ το παιχνίδι κι άλλα σου προκύπτουν… Κι ακόμη συχνότερα η συνέντευξη δυνατόν να δρομολογηθεί σε άλλη κατεύθυνση, από εκείνη που σχεδίαζες εσύ. Συνεπώς όλες οι αισθήσεις μας πρέπει να είναι εν εγρηγόρσει.
Τα αισθήματα
αισθάνομαι, διαισθάνομαι. Συχνά, ακούγοντας να σου λέει πολλά ο συνομιλητής σου, διαισθάνεσαι ότι πάει να σε παραπλανήσει…Λέει ψέματα Να αντιδράς πάντα ευγενικά. Δεν είσαι εισαγγελέας αλλά δημοσιογράφος. Συνιστάται να κάνεις και τον αγαθούλη μπροστά του… αλλά να μην πάψεις να καιροφυλαχτείς…
Η γνώμη
Πάντα χρειάζεται να παίρνουμε και τη γνώμη του συνομιλητή μας σε όσα εμείς θεωρούμε ότι θα ήταν χρήσιμη.
Σύμφωνα με το Βάμβουκα (1993) «συνέντευξη είναι η ‘συνάντηση’ και συνομιλία δύο ή περισσότερων προσώπων με σκοπό την επίτευξη ενός προκαθορισμένου σκοπού. Αυτό που τη διακρίνει από τη συνηθισμένη μορφή συνομιλίας είναι η ύπαρξη του σκοπού και η συστηματική προσπάθεια που καταβάλλεται για την επίτευξή του».
Η συνέντευξη ως τεχνική έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες και είναι ένα αρκετά περίεργο είδος επικοινωνίας. Καλό είναι οι ερωτήσεις να γίνονται από στήθους και οι σημειώσεις να κρατούνται μετά τη συνέντευξη και όχι κατά τη διάρκειά της. Αν χρησιμοποιηθεί μαγνητόφωνο πρέπει να υπάρχει απαραίτητα η συγκατάθεση του ερωτώμενου. Είναι σημαντικό η διεξαγωγή της συνέντευξης να γίνεται σε ένα ήρεμο περιβάλλον, χωρίς θορύβους, μέσα σε κλίμα φιλικό που να εμπνέει στον ερωτώμενο εμπιστοσύνη, ασφάλεια, και τη διάθεση να μιλήσει. Ο συνεντευκτής πρέπει να είναι ευγενικός, ενθαρρυντικός, συμπαθητικός ,χιουμοριστικός για να δώσει έτσι μια ευνοϊκή εικόνα από την πρώτη στιγμή. Συγχρόνως πρέπει να ενθαρρύνει τον ερωτώμενο, να προκαλέσει το ενδιαφέρον του και να τον καθησυχάσει (Φίλιας, 1998). Η επιτυχία στη διεξαγωγή της συνέντευξης εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από την προσωπικότητα του υπευθύνου της συνέντευξης και από το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται (Βάμβουκας, 1993).
Η επιλογή των ερωτήσεων πρέπει να είναι προσεκτική και να εστιάζεται στο αντικείμενο του σκοπού. Η καταγραφή των απαντήσεων πρέπει να γίνεται με αντικειμενικό τρόπο και να αποφεύγονται οι άμεσες ερμηνείες. Η ερμηνεία τους μπορεί να γίνει σε επόμενο στάδιο.
1. Μη δομημένη συνέντευξη: η μορφή της συνέντευξης η οποία στηρίζεται σε μια λίγο έως πολύ ελεύθερη συζήτηση και όχι σε μια σειρά προκαθορισμένων ερωτήσεων. Τη διακρίνουμε σε ελεύθερη και σε εντοπισμένη μορφή.
2. Άμεση συνέντευξη: η μορφή της συνέντευξης κατά τη διάρκεια της οποίας οι ερωτήσεις προκαλούν άμεσες απαντήσεις από τον ερωτώμενο και αυτές με τη σειρά τους κατά τον ίδιο ερμηνεύονται.
3. Έμμεση συνέντευξη: η μορφή συνέντευξης της οποίας η πραγματική αξία φαίνεται από τις πληροφορίες που δίνει έμμεσα ο ερωτώμενος.
4. Συνέντευξη σε βάθος: η μορφή της συνέντευξης κατά τη διάρκεια της οποίας ο συνεντευκτής κατευθύνει απόλυτα τη συζήτηση με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες πάνω στο αντικείμενο της έρευνάς του.
ΕΙΔΟΣ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
• ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΑΠΟΤΥΠΩΣΟΥΝ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
• Πόσο συχνά…
• Πότε…
• Σκοπός τους είναι να καταλήξουν στο είδος της πληροφορίας που πρέπει να συλλέγει .
Διατύπωση της σωστής ερώτησης. Έχει σημασία, η σαφήνεια και η ακρίβεια της ερώτησης που υποβάλλουμε. ΚΑΙ ΠΟΤέ οι ερωτήσεις μας δεν είναι μακροσκελείς. Λακωνικές μόνον. Όχι όπως στην τηλεόραση, που οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων είναι μακροσκελέστερες από τις απαντήσεις που λαμβάνουν....(εδώ απλά ο δημοσιογράφος αγωνιά για το στήσιμο του δικού του προφίλ.. πασχίζων ανοήτως να κλέψει εντυπώσεις...)
• Συχνά απαιτείται προγενέστερη γνώση του αντικειμένου ,όπως ήδη τονίσαμε και προηγούμενα.
ΕΙΔΟΣ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
• ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟΨΕΩΝ
*Τι πηγαίνει λάθος με το υπάρχον σύστημα;
• Μπορεί να μην έχει απόψεις ο συνομιλητής μας. Το προσπερνάμε.
• Οι απόψεις μπορεί να έχουν πολλές πλευρές. Επιστρατεύστε τις δικές σας. Είναι πιθανόν να τον ωθήσετε σε περισσότερη φλυαρία.
Η ΣΕΙΡΑ ΤΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
Η σειρά των ερωτήσεων που υποβάλλουμε στον συνομιλητή μας έχει μεγάλη σημασία. Προέχει ότι δεν πρέπει να τον τρομάξουμε. Το πάμε σιγά-σιγά και μεθοδικά μέχρι να τον ξεθαρρέψουμε. Φυσικά στο νου μας έχουμε κάτι σημαντικό που πρέπει να του αποσπάσουμε. Ο στόχος μας είναι αυτός και μόνον.
Στην αρχή της υποβολής των ερωτημάτων αρχίζουμε με τα πλέον αθώα ερωτήματα. Και σιγά-σιγά περνάμε στα πλέον σύνθετα και «επικίνδυνα»… Και μόνον προς το τέλος – αφού το κλίμα θα είναι ήδη ευνοϊκό- την κρίσιμη ερώτηση από την οποία θα βγάλουμε την επιτυχία, την είδηση…
• ΟΙ ΕΥΚΟΛΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΠΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΠΡΩΤΕΣ ,αυτό να μη το λησμονείτε έως τη στιγμή που θα δημιουργήσετε το κατάλληλο κλίμα συμπάθειας και εμπιστοσύνης. Μετά παίρνετε …φόρα.
• Φυσικά –δοκιμασμένα διεθνώς στην πρακτική των συνεντεύξεων- μπορεί να ανατραπούν από την ίδια την προσωπικότητα του δημοσιογράφου. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα χαρισματικός στην επικοινωνία κι από την πρώτη στιγμή όλα να τα φέρνει στο πιάτο του έτοιμα. Σπάνια όμως περίπτωση, αλλά μη αποκλειόμενη.
Ακόμη: ***Μην κάνετε αφελείς και χαζές ερωτήσεις.
**Επιτρέπονται και οι χαζές ερωτήσεις υπό τον όρο ότι έχουν μια στόχευση. Π.Χ.
Αν ερωτήσετε τον πρωθυπουργό :
--Πόσες φορές το μήνα τρώτε φασουλάδα; Είναι προφανές ότι θα αιφνιδιαστεί, αλλά μπορεί να σας δώσει μια χαριτωμένη απάντηση. Ή..
--Τι γνώμη έχετε για την Ελλάδα;
--Σας αρέσει τοσουβλάκι;
**Στους καλλιτέχνες ρωτάτε ότι σας κατέβει… είναι αλαφροϊσκιωτοι. Τρελαίνονται για δημοσιότητα , - ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΠΟΥ έχει η παράστασή τους, έστω κι αν παίζουν μπροστά σε 30 θεατές! -όπως, επίσης και οι δεύτερης διαλογής πολιτικοί και οι δήμαρχοι. Αυτοί αμέσως παραχωρούν συνέντευξη… και το διαλαλούν σε όλη τη περιοχή τους πριν καν τη δημοσιεύσετε!
Η προσέγγιση οποιουδήποτε που βάζεις σε στόχο είναι ευχερής … Κι όσο πιο χαρισματικός είσαι στη χρήση του λόγου, τόσο και ευκολότερα θα πέφτουν τα κάστρα.
Σημείωση: Το μάθημα «ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ» ανήκει στα προκεχωρημένα κράσπεδα της δημοσιογραφίας.
ΟΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ.
Μέγα δημοσιογραφικό κεφάλαιο. Και μάλλον το πρώτο... Ο ανταγωνιστής του πολιτικού ρεπορτάζ είναι ΜΟΝΟΝ το ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ, το οποίο και παράγει τις περισσότερες επιτυχίες scoop.. Γι αυτό και οι ατυχείς πολιτικοί συντάκτες το ...μισούν που θα βρεθούν στην ανταγωνιστική αρένα...
Οι πολιτικοί στην σύγχρονη εποχή έχουν εξελιχθεί σε στενό κορσέ του δημοσίου βίου. Σχεδόν τα πάντα ξεκινούν και καταλήγουν εις αυτούς. Είναι φανερό ότι ασκούν τεράστια εξουσία και επηρεάζουν καταστάσεις. Εν πολλοίς το είδος τους αναπτύχθηκε υδροκέφαλα από τη δημοσιογραφική γραφίδα. Αν δεν ήταν ο Τύπος δεν θα τους ήξερε ούτε και η σεβασμία μήτηρ τους, ένοχος της υπάρξεώς τους. Καλώς ή κακώς υπάρχουν και ο δημοσιογράφος οφείλει να συμβιώνει μαζί τους. Εξ άλλου ο πολιτικός είναι και μόνιμος πηγή ειδήσεων, πληροφοριών. Έτσι έχει αναπτυχθεί ένας άτυπος γάμος ανάμεσα σε δημοσιογράφους και πολιτικούς, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Κυρίως συναλλαγή, σου δίνω μου δίνεις. Για να γίνει κατανοητό αυτό λέμε: Αν ο δημοσιογράφος αντλεί πληροφορίες από κάποιον πολιτικό, δεν διανοείται να τον πλήξει, να τον κρίνει. Τον χαϊδεύει και τον προβάλλει κολακευτικώς, ακόμη και να καλύπτει τις όποιες αταξίες του, προσδοκώντας ότι αύριο θα έχει μια ακόμη αποκλειστική πληροφορία.
Η δημοσιογραφία του είδους αυτού είναι αποκρουστική και προδοτική των συμφερόντων του λαού, τον οποίον υποτίθεται ότι διακονεί ο δημοσιογράφος.
Η αντίληψη ότι διαπράττω φιλίες για να έχω πηγές πληροφόρησης είναι από παράλογη έως εξωφρενική, την ώρα που οι πηγές ειδήσεων ποτέ δεν στερεύουν.
Από μια συνέντευξη με πολιτικό ποιος επωφελείται περισσότερο; Φυσικά ο πολιτικός που έχει ένα μαγαζάκι το οποίο χωρίς τη δημοσιογραφική μελάνη ,μαραίνεται. Ο πολιτικός για να επιβιώσει και να κρατιέται στην επικαιρότητα χρειάζεται απαραιτήτως το οξυγόνο της δημοσιογραφίας.. Ενώ ο δημοσιογράφος… ποτέ δεν πεθαίνει… Αναζωογονείται από τα καθημερινά γεγονότα, είτε ο ίδιος τα ανακαλύπτει, είτε του έρχονται στο πιάτο από μόνα τους.
Μια συνέντευξη με έναν πολιτικό, κατά κανόνα είναι στυφή
Διότι ο πολιτικός, έμπειρος στα δημοσιογραφικά… δίδει στο δημοσιογράφο αυτά που θέλει αυτός και κυρίως αυτά που κολακεύουν το άστρο του.
Σε σπάνιες περιπτώσεις και δη σε πολιτικές κρίσεις μπορεί να βγάλει και κάποιες κορώνες κι αποκλειστικές ειδήσεις… αλλά πάλι για την προβολή του άστρου του και μόνο. Πάσχει από ανίατο Ναρκισισμό. Θεωρεί εαυτόν ευεργέτη, σωτήρα αν και κατά κανόνα αμαθής, μέτριος και αφελής. Αλλά αυτόν ψηφίζει ο επίσης αφελής λαός.
Η συνέντευξη με πολιτικό πρέπει να είναι επιμελώς σχεδιασμένη, διότι διατρέχει τον κίνδυνο ο δημοσιογράφος να εμφανιστεί ως λιβανιστής του εγωπαθούς πολιτικού.
Προέχει η εξασφάλιση μιας αποκλειστικής πληροφορίας και μετά τα εγωπαθή του συνεντευξιαζόμενου πολιτικού. Αν πρόκειται να σε χρησιμοποιήσει σα γιοφύρι για να περάσει το θολό άστρο του καλύτερα ξέχνα τον ! Δεν θα βγεις πουθενά. Θέλει να σε χρησιμοποιήσει… Και να μη ξεχνάς η χρήση του δημοσιογράφου έχει τεράστιο κόστος. Ο Βραχιολίδης είπε το εξής καταλυτικό:
--Αντί κ.Υπουργέ να βάλω τη δική σου φωτογραφία με τα όσα άνοστα μου ξεφουρνίζεις ,δεν βάζω καλύτερα τη δικιά μου φωτογραφία και να το χαίρονται οι συγγενείς και οι φίλοι μου, μια κι εγώ –πληρώνω τις δαπάνες της έκδοσης; Θα πληρώνω εγώ για να φιγουράρεις εσύ…; Μα για βλάκα ψάχνεις; Δώσε καμιά πληροφορία της προκοπής και το συζητάμε…»
Οι πολιτικοί που αντιλαμβάνονται πλήρως το δόγμα Βραχιολίδη. Ξέρουν καλά τις δαπάνες που υποβάλλονται οι εφημερίδες για την προβολή της αφεντιάς τους. Και επειδή θεωρητικά οι δημοσιογράφοι δεν εξαγοράζονται έχουν εφεύρει οι πολιτικοί το πλαγιοσκοπικό λάδωμα. ΄Ητοι με τις διασυνδέσεις τους με διάφορους κρατικούς Οργανισμούς (ΟΠΑΠ, ΟΤΕ, κι άλλες ΔΕΚΟ) εξασφαλίζουν διαφημιστικές καταχωρήσεις στα έντυπα όπου προβάλλονται. Δηλαδή εξασφαλίζουν αυτοί οι σωτήρες του γλυκού ύδατος, προβολή… αλλά πληρώνει ο λαός. Κι ο εκδότης περνάει καλά κι αυτός –κι ο πολιτικός- καλύτερα…
Η τέτοιου είδους συναλλαγή βρίσκει κάθετα αντίθετο την ΕΔΜ. Είναι εμετική κι ανήθικη!
Τι μπορείς να ρωτήσεις έναν πολιτικό, χωρίς να είσαι γλοιώδης;
*** Πάνω απ΄όλα να μην κάνεις ερωτήσεις που ξέρεις εκ προοιμίου την απάντηση.
*** Δε του στρώνεις το χαλί για να περπατήσει τα δικά του.
*** Θα του καλλιεργείς τον ναρκισσισμό, αλλά δεν θα τον υιοθετείς. Τρελαίνεται ο πολιτικός να ακούει για τα … «επιτεύγματά του» και η κατά φαντασία σπουδαιότητά του φουσκώνει σαν παγώνι. Ο πολιτικός θέλει φόλα… Αγλαϊζεται αν του δώσεις την εντύπωση ότι είσαι από τους «δικούς του» κι όχι από τους άλλους, το αντίπαλο κόμμα. Σε εμπιστεύεται απείρως! Κι ανοίγει το στόμα του.
*** Ο πολιτικός μπορεί να μιλάει για δημοκρατία, ελευθερία, αλλά ούτε το ένα είναι ούτε το άλλο. Είναι σε μαντρί! Μια θλιβερή κατάσταση που δεν του επιτρέπει το παραμικρό όχι να διατυπώσει. ΄Εχει καταντήσει χειροκροτητής. Πετάει ο γάηδαρος…πετάει! Αυτό ακριβώς και ουσιαστικώς είναι ο΄Ελληνας πολιτικός!
Έχοντας πάντα κατά νου όλα αυτά ,μπορεί να διαμορφώσουμε μια δημοσιογραφική τακτική που δεν θα πέφτει στις παγίδες σκοπιμότητες του πολιτικού, αλλά θα τον υποχρεώνει να είναι ειλικρινέστερος και ορθότερος κι όχι να επιδιώκει λιβάνια από τον Τύπο.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Β! ΜΕΡΟΣ
Στις συζητήσεις, ο Σωκράτης είναι πάντα ερωτών: «γιατί δέχεται ότι δεν ξέρει τίποτα», όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης [επεί και διά τούτο Σωκράτης ηρώτα αλλ' ουκ απεκρίνατο• ωμολόγει γαρ ουκ ειδέναι]. «Ο Σωκράτης υποβιβάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του», μας λέει ο Κικέρων, «υποχωρούσε περισσότερο από όσο χρειαζόταν στους συνομιλητές που ήθελε να αντικρούσει: έτσι, με το να σκέφτεται κάτι και να λέει κάτι άλλο, απολάμβανε συνήθως να χρησιμοποιεί αυτή την υπόκριση, που οι Ελληνες αποκαλούν ειρωνεία».
Γι' αυτό ο Σωκράτης δηλώνει στον Θεαίτητο ότι σε μια συζήτηση αρκείται στον ρόλο του μαιευτήρα. Ο ίδιος τίποτα δεν γνωρίζει και τίποτα δεν διδάσκει, αλλά αρκείται στο να θέτει ερωτήματα και οι ερωτήσεις του, τα ερωτήματα που θέτει, είναι αυτά που βοηθούν τους συνομιλητές του να γεννήσουν τη δική «τους» αλήθεια. Μια τέτοια εικόνα επιτρέπει σαφώς να εννοηθεί ότι η γνώση δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά στην ίδια την ψυχή και ότι εναπόκειται στο ίδιο το άτομο να την ανακαλύψει,
ΑΚΟΜΗ…
• Η Επικοινωνία Είναι: Ανάγκη, Ιδιότητα, Ικανότητα
• Μοντέλα Επικοινωνίας υπάρχουν πολλά, αλλά το δικό σας μπορεί να βγει και το καλύτερο. Η προσωπικότητα του δημοσιογράφου είναι αυτή που διαμορφώνει και το μοντέλο
• Κανάλια Επικοινωνίας… Άπειρα. Αστείρευτος ο τόπος.
• Ακούειν, Ο Πρώτος Κανόνας Καλής Επικοινωνίας. Ο δημοσιογράφος ξέρει να ακούει. Δεν φλυαρεί, δεν διακόπτει τον ερωτόμενο, δεν κάνει τον ξύπνιο…δεν εκφράζει δικές του απόψεις… γιατί το αντικείμενο είναι ο ερωτώμενος κι όχι ο ίδιος. Αν έχει ο ίδιος απόψεις , ας πάρει συνέντευξη από τον εαυτό του, για να τελειώνουμε άπαξ δια παντός από το φαιδρό φαινόμενο που κατά κόρον ασκείται από τους τηλεοπτικούς αστέρες!
• Παράγοντες Παραπλάνησης. Επειδή όπως έχουμε τονίσει ο δημοσιογράφος με τον συνεντευξιαζόμενο παίζουν το παιχνίδι της γάτας με τον ποντικό, οι παραπλανητικές, πλαγιοσκοπικές ερωτήσεις είναι μέσα στα πλαίσια της άσκησης της δημοσιογραφίας. Ένα μικρό παράδειγμα-από τα χιλιάδες που μπορεί να επινοήσει ο ερωτών δημοσιογράφος κι άσχετα με το αντικείμενο που τον ωθεί να λάβει μια συνέντευξη.
Είχε έρθει στην Αθήνα μια διάσημη ηθοποιός για τα γυρίσματα μιας ταινίας της.
Ο αθεόφοβος ρεπόρτερ...δήθεν αγαθώς τη ρώτησε:
--Πληροφορούμαστε κ… Τζην… Σήμπεργκ... ότι τα χρήματα που θα εισπράξετε από την ταινία θα τα δώσετε στα φτωχά παιδιά της Ελλάδας, αληθεύει;
Η διάσημη αποσβολώθηκε…κι άρχισε να παραμιλάει. Αυτή ήθελε με τη συνέντευξή της να προβάλει την ταινία της… αλλά ο πονηρός ρεπόρτερ την ξεστράτισε… τόσο πολύ, ώστε αναγκάστηκε να δώσει και ειδική συνέντευξη στους άλλους δημοσιογράφους… περί του…ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να δώσει τα λεφτά της στα… φτωχά ελληνόπουλα! Το πουλάκι όμως είχε πετάξει… Ο ρεπόρτερ έκανε καλά τη δουλειά του.Έφτιαξε από το τίποτε είδηση.
• Γραπτή Επικοινωνία.
Συχνά όταν θέλουμε να πάρουμε συνέντευξη, μας ζητάει το πρόσωπο που στοχεύουμε να υποβάλουμε γραπτώς το ερωτηματολόγιό μας και να μας απαντήσει επ αυτού επίσης γραπτώς. Είναι μια πρακτική συνηθέστατη, ασκούμενη κυρίως από υψηλόβαθμους πολιτικούς. Το κάνουν αυτό είτε από έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον δημοσιογράφο είτε κυρίως για διασφάλιση των λεγομένων τους ότι δεν θα παραποιηθούν.
• Το είδος αυτό, δεν παρέχει αμεσότητα και ειλικρίνεια στην συνέντευξη. Ο συνεντευξιαζόμενος με άνεση πλασσάρει αυτά που θέλει στον δημοσιογράφο κι όλα μέλι γάλα. Τούτο δεν σημαίνει ότι οι έγγραφες συνεντεύξεις δεν έχουν εκπλήξεις ενδιαφέροντος. Διότι αν το επιθυμεί ο συνεντευξιαζόμενος, μπορεί να δώσει πολλές βόμβες στον δημοσιογράφο. Άρα μη διστάζετε να υιοθετείτε κι αυτή την εκδοχή, συνηθέστατη στον Τύπο. Η έντυπη συνέντευξη έχει ένα μέγα προσόν: Δεν διατρέχετε τον κίνδυνο να διαψευστείτε.
ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ....
Με τις συνεντεύξεις συμβαίνει και το εξής αλλόκοτο. Συχνά ο συνεντευξιαζόμενος, ύστερα από τον αντίκτυπο της δημοσίευσης της συνέντευξης που σας έδωσε, πανικοβάλλετε ανοήτως και αμέσως προβαίνει σε διάψευση αυτών που σας είπε, δήλωσε!
Μια διάψευση είναι ψόγος, μομφή στη σταδιοδρομία του δημοσιογράφου…
΄Ετσι καλόν είναι να κρατάτε μαγνητοφωνάκι στα κρυφά… στο τσαντάκι σας που έχετε βάλει αθώα, ανέμλα στο γραφείο του συνεντευξιαζομένου… αν σας έχει αρνηθεί τη μαγνητοφώνιση.
Απαγορεύεται λέει ο Νόμοςη μαγνητοφώνιση άνευ συγκατάθεσης . Ας λέει. Προέχει η διασφάλιση της εγκυρότητάς σας. Αν βγει ο συνεντευξιαζόμενος και σας διαψεύσει αύριο, εσείς τουλάχιστον θα έχετε το σωσίβιο της αληθείας του μαγνητοφώνου. Τουλάχιστον ως προς τον αρχισυντάκτη σας θα είστε έγκυρος…Κι αυτό αρκεί. Ας σκούζει ο άλλος….
Είπαμε εν τούτοις σε ειδησεογραφικές συνεντεύξεις δεν χρειάζεται να κρατάτε ούτε μολύβι, ούτε μαγνητόφωνο.. απλά ισχυρή μνήμη. Ο συνεντευξιαζόμενος συνήθως φοβάται αυτά τα εργαλεία. Γίνεταιπιο ανοικτός όταν η κουβέντα σας ρολάρει φυσιολογικά σαν μιαπάρλα ανάμεσα σε φίλους. Αλλά η μνήμη σας πρέπει να είναι γερή και ακριβής όταν θα καθήσετε να γράψετε τη συνέντευξη στο χαρτί!
Δεν είναι αναγκαίο από μνήμης να αποδώσετε λέξη-λέξη τα όσα συγκρατήσατε από μνήμης. Γράψτε κατά προσέγγιση και με άλλες λέξεις, χωρίς να παραμορφώνετε το νόημα, την ουσία των όσων σας είπε!
• Επικοινωνία Από Το Τηλέφωνο. Πολλές φορές είμαστε αναγκασμένοι να παίρνουμε συνεντεύξεις και από το τηλέφωνο.
• Με το τηλέφωνο στο χέρι έχουμε τη δυνατότητα μαγνητοφωνικής καταγραφής των πάντων και εν αγνοία του συνομιλητού μας. Είναι ένα σημαντικό αβαντάζ.
• Σήμερα με τις ταχύτητες των πάντων, οι τηλεφωνικές συνεντεύξεις αποτελούν καθημερινή πρακτική των δημοσιογράφων. Κερδίζουν κυρίως χρόνο.Δεν χρειάζεται να τρέχουν από δώ κι από κει…για να εξασφαλίσουν αυτό που μπορούν μέσω τηλεφώνου!
• Με το τηλέφωνο γίνονται σημαντικές συνεντεύξεις… Υπάρχει άνεση. Ακόμη και σε περιπτώσεις που ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του σύρματος είναι αρνητικός… εσύ έχεις τη δυνατότητα να τον προκαλείς με ερωτήσεις και συχνά αυτός απαντάει… συνήθως με πολλά ενδιαφέροντα,τα οποία εν τούτοις δεν θα ήθελε να σας καταθέσει!
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΥΠΟΥ (Press conference)
Πέραν από τις μεμονωμένες συνεντεύξεις που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν οι δημοσιογράφοι, υπάρχουν και οι γενικές συνεντεύξεις Τύπου. Πρόκειται περί καθημερινού παγκοσμίως φαινομένου. Κάθε φορέας κυβερνητικός ή μη θέλοντας να εκμεταλλευτεί τα Μ.Μ.Ε διοργανώνει ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. Ήτοι καλεί σε συγκεκριμένο χώρο τους εκπροσώπους του Τύπου για να προβεί σε κάποιες ανακοινώσεις. Πρόκειται κυρίως για ενέργεια Δημοσίων Σχέσεων, που σπανίως παρουσιάζει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Και δεν παρουσιάζει, διότι όλοι οι κεκλημένοι στη συνέντευξη δημοσιογράφοι… θα έχουν μία από τα ίδια! Θ ακούσουν τα ίδια και θα γράψουν στις εφημερίδες τους τα ίδια. Τουτέστιν …πατάτες.
Μερικές όμως από τέτοιες συνεντεύξεις παρουσιάζουν εκρηκτικό ενδιαφέρον και οφείλουν όλα τα ΜΜΕ να έχουν παρουσία. Π.χ. Όταν ο πρωθυπουργός της χώρας προτίθεται να προβεί σε σημαντικές ανακοινώσεις,δεν μπορεί να απέχει κανείς από την εκδήλωση της press-conference.
Αν όμως μία καλλιτέχνιδα κάνει το ίδιο, δηλαδή δώσει συνέντευξη Τύπου, τα πράγματα διαφέρουν… Αυτό που θα πει είναι εκ προοιμίου γνωστόν: Θα κάνει προβολή της καλλιτεχνικής της προσπάθειας… προκειμένου το μύνημά της να περάσει μέσω του Τύπου στο ευρύ κοινό. Αλλά ο δημοσιογράφος δεν είναι διαφημιστής κανενός. Αναδεικνύει τα γεγονότα που θεωρεί επωφελή κι όχι ιδιοτελή!
Πολλές εκ των λεγομένων συνεντεύξεων Τύπου είναι ιδιοτελείς. Αποσκοπούν στην χρήση του Τύπου… για να τα οικονομήσουν με αδάπανη διαφήμιση. Το χούγι αυτό είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο παρά τοις ΄Ελλησι καλλιτέχνες. Να μη το ξεχνάτε!
Information( αν κι αυτά τα γράφουμε πιο…πάνω..είναι σημαντικότερα)
The second class of interviews are those seeking to gather information about a subject. These types of interviews are central to the practices of journalism and instructional design. Such interviews are also important to any non-fiction writer or researcher. In general the quotes and information gathered in these interviews are used in a publication or edited for broadcast.
Such interviews occur only because the subjects have some interest in being interviewed. There are four main reasons why subjects agree to be interviewed:
• Ego - The desire to be on television and to have one's opinions aired is a strong one-to-many. Many people enjoy talking about themselves and their lives.
• Publicity - Politicians and celebrities are dependent on publicity for their success and an interview is free advertising. As such many subjects insist upon prominent mentions of their latest book or movie in the interview. Such promotional interviews are frequently required by contracts.
• Money - The issue of whether reporters should pay for interviews is a controversial one. Pundits and experts are almost always paid, and this is often an important source of income to them. Most media outlets have rules against paying eyewitnesses for interviews, in part because this only encourages the fabrication of fraudulent stories in the hopes of being paid. A major exception to this are some tabloids, especially British tabloids. Other media outlets often wine and dine sought after subjects and give them other such perks.
• Helpfulness - many subjects agree to an interview simply to aid the reporter. This is true of most eyewitnesses and help explain why many famous individuals agree to grant interviews for items such as school papers.
Even after an interview has been granted the subject normally imposes conditions. Almost all interviews have a time limit. The greater the fame and importance of a subject the more limitations they demand. These includes subject matters that are off limits, a veto over the final piece, or even a full list of questions provided in advance. Some politicians, notably Helmut Kohl (Germany), have avoided giving interviews to the press, whereas many others consider this a necessary aspect of political campaigning.
There are several other rules to interviews. If a subject declares that what they say is "off the record" a reporter is not supposed to use such information. If material is "Background" the material can be used but its source cannot be mentioned, if it is "deep background" then the information cannot be used on its own, and can only confirm information already obtained from another source. A subject may also declare that their comments should have no "attribution." In such cases the name of the subject cannot be mentioned, but they should simply be referred to as "a source in ...".
These rules are unwritten and in the past reporters have broken them. However if a journalist published material that was off the record they are unlikely to be able to use that source again. They are known as a "burnt source." Moreover news of such betrayals spreads and a reporter may have trouble with other sources.
The tone of an interviewer is also important. Tough interviewers that are honest and forthrightly pose important and difficult questions are appealing to audiences, but not to subjects. An interviewer that develops a reputation for such aggressiveness may soon find it difficult to convince subjects to sit for an interview. A subject that is offended during an interview may put an early halt to the discussion. Politicians, celebrities, and experts on certain subjects are frequently interviewed. Sometimes interviews are ended early (usually by the interviewee); one famous example is the interview of Charlton Heston by Michael Moore in the film Bowling for Columbine. Well known investigative journalists can often get interviews only under false pretenses. Conversely, an interviewer that asks only "soft" questions will lose the respect of audiences and colleagues.
The ideal interview is considered to be a face to face one. Most newspapers order reporters to specifically mention that an interview was conducted by telephone or e-mail.
Εν κατακλείδι. Ο δημοσιογράφος θέτει σύντομες ερωτήσεις κι αφήνει τον άλλον να μιλάει. Οι συνομιλητές του είναι κατά κανόνα φλύαροι, στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να αναδείξουν το ΕΓΩ τους. Ας τους κατανοήσει την αδυναμία. Να συνεχίσει να τους ακούει. Στο κείμενο που τελικά θα δημοσιεύσει απλά αφαιρεί τις βλακείες και τα εγώ του. Κρατάει μόνο τα ουσιώδη. Βεβαίως όταν πας σε μια συνέντευξη αν κοιτάς το ρολόγι σου και βομβαρδίζεσαι από περιαυτολογίες, είναι σαφές ότι θα αγχώνεσαι… και δεν θα βλέπεις την ώρα πως θα ξεφύγεις από αυτόν τον τύπο.. που εσύ όμως επέλεξες… Μόνον άκουε. Κοντράριζε τον συνομιλητή σου, αλλά πρώτα άκουέ τον! Είναι απρέπεια να τον διακόπτεις την ώρα που μιλάει…Είναι χυδαιότητα να του κόβεις τον οίστρο και τον ειρμό, όπως αθλίως πράττουν στα κανάλια την σήμερον ημέρα.
ΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΛΟΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
Τα παρακάτω εξαιρετικού ενδιαφέροντος στοιχεία θα σας δώσουν την ευκαιρία να μπείτε στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της δημοσιογραφίας ,αλλά και να κατανοήσετε την αέναη μάχη στην εξασφάλιση της ειδήσεως… δια της συνεντεύξεως.
Η σχέση ανάμεσα στους δημοσιογράφους και τα πρόσωπα που καλύπτουν διακρίνεται παραδοσιακά από αντιπαλότητα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, παραδείγματος χάριν, οι συνεχείς προστριβές ανάμεσα στο Λευκό Οίκο και τα ηλεκτρονικά ή έντυπα ΜΜΕ, κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Μπιλ Κλίντον ενίσχυσε αυτό το στερεότυπο. Η αλήθεια όμως είναι ότι, παρά τις συνήθεις εικόνες των δημοσιογράφων, οι οποίοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι πίσω από το κορδόνι της αστυνομίας και φωνάζουν επιθετικές ερωτήσεις σε κάποιον πολιτικό ενώ αυτός μπαίνει στη λιμουζίνα του, η συλλογή ειδήσεων βρίσκεται πλησιέστερα σε ένα είδος «παζαρέματος» παρά στις φραστικές αντεγκλήσεις.
Τόσο για τον ρεπόρτερ (που μπορεί να εργάζεται σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο), όσο και για το πρόσωπο που καλύπτεται ειδησεογραφικά (π.χ. έναν πολιτικό ή έναν επιχειρηματία ή, συνηθέστερα, τον εκπρόσωπό τους στα ΜΜΕ) η όλη διαδικασία της συλλογής ειδήσεων είναι αποτέλεσμα μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης. Μάλιστα, αμφότερες οι πλευρές αναζητούν μια ζώνη πιθανής συμφωνίας: μια είδηση που να ανταποκρίνεται σε αυτό που τα ΜΜΕ αντιλαμβάνονται ως «ένα καλό θέμα», ενώ ταυτόχρονα η πληροφορία που περιλαμβάνει να μην πλήττει σοβαρά τα συμφέροντα εκείνων στους οποίους αναφέρεται. Ακόμη περισσότερο: η διαδικασία της συλλογής ειδήσεων είναι ένα παιχνίδι με περισσότερους παίκτες – ανταγωνιστές-ρεπόρτερς από τη μια πλευρά, εκπροσώπους Τύπου, αξιωματούχους και εν γένει στελέχη με αντικρουόμενα συμφέροντα από την άλλη (εξ ου και οι γνωστοί «διαρροείς»). Πρόκειται για ένα παιχνίδι που διαδραματίζεται σε πολλά επίπεδα, εφόσον ο κάθε παίκτης εντάσσεται σε έναν μεγαλύτερο οργανισμό και πρέπει να διαχειρίζεται και την εσωτερική –πέρα από την εξωτερική- διάσταση της δουλειάς του: τις σχέσεις του με τους ανώτερούς του στην ιεραρχία του οργανισμού, είτε, στην περίπτωση που είναι δημοσιογράφος, αυτοί είναι οι αρχισυντάκτες, είτε, στην περίπτωση που είναι «σπόουκσμαν» (ή «σποουκσγούμαν») οι επίσημοι τους οποίους αντιπροσωπεύει.
Τούτο το δίκτυο σχέσεων επιτείνει το «δίλημμα του ρεπόρτερ», μια παραλλαγή του κλασικού «διλήμματος του διαπραγματευτή» που περιγράφεται από τους Lax και Sebenius (1986) (και αποτελεί με τη σειρά του παραλλαγή του γνωστού «διλήμματος του κρατούμενου»). Το δίλημμα του ρεπόρτερ βρίσκεται στο κέντρο της διαδικασίας συλλογής ειδήσεων και κωδικοποιείται ως εξής. Πρέπει ο ρεπόρτερ να προσπαθήσει να επωφεληθεί άμεσα, κυνηγώντας το περίφημο «λαυράκι» (scoop), διακινδυνεύοντας όμως ταυτόχρονα να ενοχλήσει αυτούς που καλύπτει, με κίνδυνο να τον «παγώσουν» και να καταλήξει έτσι χωρίς καμιά απολύτως είδηση; Ή μήπως πρέπει να κινηθεί προς το μακροπρόθεσμο όφελος, αναπτύσσοντας μια συνεργατική σχέση με αυτούς τους οποίους καλύπτει, μετατρέποντάς τους δηλαδή σε «πηγές του», η οποία θα του προσφέρει μια συνεχή ροή πληροφόρησης (μετρίου ωστόσο ενδιαφέροντος);
Αυτό που διακυβεύεται στην περίπτωση του ρεπόρτερ δεν είναι τίποτα λιγότερο από την επαγγελματική καταξίωση ή τη μίζερη μετριότητα – πόσο μάλλον το δικαίωμα της κοινής γνώμης για πληροφόρηση. Προσδιοριζόμενο σε συστημικό επίπεδο από τις αυξανόμενες ανταγωνιστικές πιέσεις αυτού που οι Kovach και Rosenstiel (1999) αποκαλούν «μεικτή κουλτούρα των μέσων» (αναφερόμενοι στη συνύπαρξη παραδοσιακών εντύπων και νέων ηλεκτρονικών μέσων) και σε προσωπικό επίπεδο από την έμφυτη σύγκρουση ανάμεσα στο «λαυράκι» και τη διατηρησιμότητα της σχέσης μεταξύ του ρεπόρτερ και των πηγών του, το «δίλημμα του ρεπόρτερ» δεν επισημαίνει απλώς μια παλαιά αλήθεια, ότι δηλαδή τα νέα είναι διαπραγματεύσιμα, αλλά υπογραμμίζει επίσης τη δυσχερή θέση του δημοσιογράφου ως διαπραγματευτή.
Οι αντίπαλες στρατηγικές
Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους δημοσιογράφους και τις πηγές τους, περιλαμβάνει το κωδικοποιημένο ρεπερτόριο των τελετουργιών της ενημέρωσης. Η επαφή πραγματοποιείται σε ομαδική ή ατομική βάση. Υπάρχει η συνέντευξη Τύπου, όπου ένας αξιωματούχος ή ένας εκπρόσωπος Τύπου αντιμετωπίζει μια ομάδα δημοσιογράφων, ο καθένας από τους οποίους έχει το δικαίωμα να θέσει μια και μόνο ερώτηση. Υπάρχει και η προσωπική συνέντευξη, όταν ένας ρεπόρτερ εξασφαλίζει αποκλειστική πρόσβαση στο πρόσωπο που καλύπτει. Η επαφή μπορεί να είναι επίσημη, όπως στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, και ό,τι λέγεται να είναι «δημοσιεύσιμο» (on the record) και να αποδίδεται στον εκπρόσωπο Τύπου. Στην περίπτωση αυτή η πληροφορία είναι «επώνυμη» . Η επαφή μπορεί όμως και να είναι ανεπίσημη, είτε με τη μορφή ομαδικής ενημέρωσης, είτε με τη μορφή ατομικών (ένας εναντίον ενός) συναντήσεων. Η πληροφορία μπορεί τότε να χαρακτηρίζεται ως «μπαγκράουντ» και είναι ουσιαστικά «ανώνυμη». Κρίσιμο εν προκειμένω είναι αν ο δημοσιογράφος μπορεί να αποδώσει έστω και ασαφώς την πληροφόρησή του (κάτι που στην πράξη λαμβάνει τη φραστική μορφή «στελέχη αναφέρουν» ) ή όχι (το λεγόμενο αγγλιστί «deep background», όταν ο ρεπόρτερ μπορεί μεν να χρησιμοποιήσει την πληροφορία, αλλά δεν μπορεί να την αποδώσει σε κανέναν). Στην τελευταία αυτή εκδοχή, η πληροφόρηση του ρεπόρτερ είναι «ανεπίσημη». Τέλος, υπάρχει και η περίπτωση ο ρεπόρτερ να μπορεί να λάβει υπόψιν του όσα ειπώθηκαν _ όχι όμως και να τα δημοσιεύσει (το λεγόμενο «οφ δε ρέκορντ»).
Οι επαφές με συγκεκριμένες «πηγές» μπορεί να είναι εκτεταμένες, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο δημοσιογράφος έχει αναλάβει να καλύψει ένα συγκεκριμένο ρεπορτάζ (αγγλιστί «beat»), πολιτικό, διπλωματικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό ή άλλο, όποτε παρακολουθεί διαρκώς αυτούς τους οποίους καλύπτει _ ακόμη και όταν ταξιδεύουν, οπότε πηγαίνει μαζί τους (με έξοδα του ΜΜΕ στο οποίο εργάζεται _ ενίοτε όμως και των ιδίων). Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ρεπόρτερς έχουν πολλές ευκαιρίες να πλησιάσουν ανεπίσημα τις πηγές τους – μπορούν να γευματίσουν μαζί, να τους επισκεφθούν στα σπίτια τους εκτός γραφείου και να έχουν εν γένει κοινωνικές επαφές. Αυτές οι σχέσεις έχουν ένα χαρακτήρα επαγγελματικής συμβίωσης. Ο διευθυντής των New York Times Max Frankel (1999: 234) θυμάται τα χρόνια της δεκαετίας του ’60, όταν ήταν διπλωματικός συντάκτης της εφημερίδας στην Ουάσιγκτον, «να περιφέρεται στους διαδρόμους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ή του Πενταγώνου τα πρωινά του Σαββάτου» ως «μια από τις πλέον αγαπημένες του συνήθειες». Οι ανώτεροι αξιωματούχοι, εξηγεί, «ήταν στα γραφεία τους χωρίς γραβάτες, αλλά με σπορ πουκάμισα και σπάνια φρουρούνταν από τις γραμματείς τους, όπως συνέβαινε τις καθημερινές», με αποτέλεσμα να είναι πιο ανοιχτοί σε επισκέψεις και «να απολαμβάνουν ευχαρίστως ένα διάλειμμα για ένα ευφυές χαριτολόγημα». Ένας αναλυτής διαπραγμάτευσης θα μπορούσε να ερμηνεύσει αυτές τις ανεπίσημες σαββατιάτικες επισκέψεις ως τίποτε λιγότερο από μια ήπια προσπάθεια χειραγώγησης της τυπικής διαδικασίας, αλλάζοντας τον τόπο και τους κανόνες της επαφής .
Η συλλογή ειδήσεων προϋποθέτει ένα πλαίσιο ερώτησης-απάντησης, έναν τρόπο επαφής, σύμφωνα με τον οποίο το αίτημα για ενημέρωση συναντάται με την προσφορά πληροφορίας. Οι δύο πλευρές ορίζουν το επαγγελματικό τους όφελος με διαφορετικό τρόπο: ο ρεπόρτερ αναζητά ένα «καλό θέμα», μια πληροφορία που θα ενδιαφέρει τους αναγνώστες ή τους θεατές ¨ η «πηγή» κάνει διάκριση ανάμεσα στην πληροφορία που μπορεί να αποκαλύψει και στην πληροφορία που δεν μπορεί, ή δεν πρέπει, να δημοσιοποιηθεί. Όπως και στη διαπραγμάτευση, μια ζώνη πιθανής συμφωνίας εκτείνεται στο χώρο όπου και οι δύο πλευρές διαβλέπουν αμοιβαίο, αλλά πάντως όχι ταυτόσημο, όφελος.
Στην πράξη το εύρος της ειδησεογραφικής διαπραγμάτευσης είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι συμμετέχοντες στη διαδικασία. Ο ρεπόρτερ μπορεί να έχει ήδη σχηματίσει κάποια εικόνα για ένα θέμα, να έχει αντιληφθεί πράγματα που αν επιβεβαιωθούν επισήμως («ον δε ρέκορντ») ώστε να είναι δημοσιεύσιμα, θα του εξασφαλίσουν μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία, που μπορεί μάλιστα να φέρει σε δύσκολη θέση εκείνους που καλύπτει. Οι τελευταίοι θα ήθελαν να δουν να δημοσιεύεται ένα μόνο τμήμα από την αλήθεια, αυτό ακριβώς που ευνοεί τα συμφέροντά τους ή εμφανίζει τους ίδιους με κολακευτικά χρώματα. Εν συντομία, θα ήθελαν το ρεπορτάζ να περνά τη «γραμμή τους» (αγγλιστί το «spin» τους).
Αμφότερες οι πλευρές μπορούν να προσφύγουν σε σκληρό παζάρεμα στην προσπάθεια να επιτύχουν αυτό που θέλουν. Αν όμως ένας ρεπόρτερ ακολουθήσει επιθετική τακτική στις ερωτήσεις του (θέλωντας να βγάλει «λαυράκι»), κινδυνεύει να πάρει την απάντηση «ουδέν σχόλιο» _ και να μείνει χωρίς θέμα. Εναλλακτικά, αυτοί που καλύπτονται θα ήθελαν να δουν ένα κείμενο που να ευνοεί τα συμφέροντά τους ¨ σε αυτήν την περίπτωση όμως οι ρεπόρτερς θεωρούν ότι έχουν μετατραπεί σε «φερέφωνα». Στις έγκυρες εφημερίδες και τους μεγάλους σταθμούς, το «πέρασμα της γραμμής» δεν θεωρείται δημοσιογραφία, και το ρεπορτάζ μπορεί να κριθεί ανάξιο λόγου. Έτσι, μπορεί πάλι ο ρεπόρτερ να μείνει χωρίς θέμα.
Εν τούτοις, στη δημοσιογραφική πρακτική το «δεν έχουμε θέμα» δεν είναι το επιθυμητό αποτέλεσμα: καμιά πλευρά δεν διανοείται να παραιτηθεί από τη διαπραγματευτική διαδικασία. Οι εφημερίδες έχουν λευκό χαρτί και τα ηλεκτρονικά μέσα χρόνο για να γεμίσουν. Στην πραγματικότητα τόσο οι ρεπόρτερς όσο και οι «πηγές» τους έχουν τον ίδιο, συμπληρωματικό στόχο _ τη δημοσίευση (ή έστω τηλεοπτική εκφώνηση) ενός ρεπορτάζ. Εφόσον αποδεχθούν τη σχέση αλληλεξάρτησης που τους συνδέει, οι αντίπαλες πλευρές μπορούν να επωφεληθούν αμοιβαία, αναζητώντας ένα κοινό πεδίο. Οι «πηγές» μπορούν, στην πορεία, να αποκαλύψουν μια πληροφορία που οι ρεπόρτερς να θεωρούν άξια λόγου. Τούτο μπορεί να οδηγήσει στη δημοσίευση ενός θέματος αποδεκτού από αμφότερες τις πλευρές.
Η όλη διαδικασία μπορεί να διευκολυνθεί αρκετά από την «ανώνυμη» και γενικώς «μπαγκράουντ» πληροφόρηση, η οποία επιτρέπει σε αυτούς που καλύπτονται να κοινοποιούν πληροφορίες που θεωρούν ευαίσθητες, διατηρώντας συγχρόνως τη δυνατότητα να τις διαψεύσουν επισήμως. Για τους ρεπόρτερς οι ανώνυμες πληροφορίες δημιουργούν κάποια προβλήματα, εφόσον πρέπει οι ίδιοι να εγγυηθούν για την εγκυρότητά τους στους αρχισυντάκτες τους -και κατ’επέκταση στους αναγνώστες τους- διακινδυνεύοντας τη δική τους αξιοπιστία. Από εκεί και πέρα, υπάρχει η παλιά δημοσιογραφική αρχή, σύμφωνα με την οποία καμία «ανεπίσημη», «μπαγκράουντ» πληροφορία, προερχόμενη από ανώνυμη πηγή, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εάν δεν έχει προηγουμένως διασταυρωθεί με μια δεύτερη, ανεξάρτητη, ανώνυμη πηγή.
Εδώ είναι σημαντικό να υπογραμμίσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο μορφοποιείται η ειδησεογραφική κάλυψη. Διότι όχι μόνο η «ανεπίσημη», αλλά ακόμη και η «οφ δε ρέκορντ» πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία, καθώς οι ρεπόρτερς καλούνται να αποφασίσουν αν θα την συμπεριλάβουν σιωπηρά στο κείμενό τους, επιτρέποντάς της να επηρεάσει την οπτική γωνία του ρεπορτάζ τους _ ή αν θα την αγνοήσουν τελείως. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Frankel ως διπλωματικού συντάκτη, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ρασκ «αρεσκόταν να ενημερώνει τους δημοσιογράφους ‘ανεπίσημα’ προσφέροντάς τους ένα εκλεκτό μπράντι στο γραφείο του τα απογεύματα της Παρασκευής», αποβλέποντας προφανώς στο να επηρεάσει «…τον τόνο των διπλωματικών αναλύσεων στο κυριακάτικο φύλλο μας». Αυτονόητο είναι πως για να χρησιμοποιήσουν «ανώνυμες» πληροφορίες (ο Ρασκ, π.χ., «επέμενε ότι έπρεπε να αναφέρεται ως ‘ανώτερος αξιωματούχος’ και όχι ως υπουργός Εξωτερικών), οι ρεπόρτερς πρέπει να έχουν αναπτύξει με τις πηγές τους μια σχέση εμπιστοσύνης.
Αν και κάθε είδηση μπορεί να αποτελεί προϊόν μιας εφάπαξ επιτυχούς διαπραγμάτευσης μεταξύ του ρεπόρτερ και της «πηγής» του, η συλλογή ειδήσεων είναι μια συνεχής διαδικασία. Οι εφημερίδες έχουν καθημερινές εκδόσεις, ενώ η τηλεόραση και το ραδιόφωνο μεταδίδουν ειδησεογραφικά δελτία πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενίοτε ακόμη και 24 ώρες το 24ωρο. Οι ρεπόρτερς και οι εκπρόσωποι Τύπου είναι αναγκασμένοι να συναντηθούν ξανά και ξανά, και η συνάντηση αυτή μπορεί να είναι μια καθημερινή ρουτίνα. Αυτή η πραγματικότητα αποκαλύπτει την ενδογενή ροπή της συλλογής ειδήσεων, να ισορροπεί ανάμεσα στην εφάπαξ συμφωνία –«ένα καλό θέμα»- και τη διηνεκή σχέση ανάμεσα στους ρεπόρτερς και τις πηγές τους. Εάν κάποια από τις δύο πλευρές δεν είναι ικανοποιημένη από μια πληροφορία που δημοσιεύθηκε, είτε επειδή η «πηγή» θεωρεί ότι δεν αποδόθηκαν σωστά αυτά που είπε, είτε επειδή ο ρεπόρτερ θεωρεί ότι παραπλανήθηκε, η μεταξύ τους σχέση δέχεται πλήγμα.
Αμφότερες οι πλευρές πρέπει να εξισορροπήσουν απτούς («καλό θέμα» έναντι «περάσματος της γραμμής») και ιδεατούς στόχους (αμοιβαίο ενδιαφέρον να διατηρηθεί η καλή τους φήμη για την ακρίβεια, αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια των δημοσιευμάτων ή των ισχυρισμών τους και, εν πάση περιπτώσει, τον επαγγελματισμό τους). Αυτή η διαδικασία εξισορρόπησης μπορεί να είναι λεπτή και δύσκολη. Εάν κάποια πλευρά θεωρήσει ότι εξαπατήθηκε, μπορεί να επιλέξει να τιμωρήσει την άλλη. Η επανάληψη επιτρέπει την αντεκδίκηση. Από τη δεκαετία του ‘60 οι New York Times φημίζονται για την παράδοσή τους να αποκαλύπτουν την ταυτότητα των ανώνυμων πηγών που παραπλάνησαν την εφημερίδα κατά τη διαδικασία της παροχής «μπαγκράουντ» πληροφοριών (Kovach και Rosenstiel 1999: 42).
Το γεγονός ότι η συλλογή ειδήσεων είναι μια συνεχής διαδικασία προσφέρει διαπραγματευτικά «ατού» όχι μόνο σε «εφημερίδες-θεσμούς», όπως οι New York Times, αλλά και στον κάθε ρεπόρτερ ξεχωριστά. Σε ένα περιστατικό που αναφέρει ο Howard Kurtz (1998: 6), ένας ρεπόρτερ της Wall Street Journal που κάλυπτε το Λευκό Οίκο επί Κλίντον αγνοήθηκε όταν ένα θέμα διοχετεύθηκε στο πλαίσιο συγκεκριμένης επικοινωνιακής στρατηγικής «ανωνύμως» στον Τύπο. Ο δημοσιογράφος αντέδρασε τηλεφωνώντας στον υπεύθυνο αξιωματούχο και εξηγώντας του ότι το γεγονός αυτό θα είχε δυσάρεστες συνέπειες σε μελλοντικά δημοσιεύματα, αν ο δράστης δεν έσπευδε να επανορθώσει. Η απειλή ήταν καθαρή. Ο εν λόγω ρεπόρτερ «…είχε τη φήμη μέσα στο Λευκό Οίκο ότι διοχέτευε δηλητηριώδεις πληροφορίες κατά μη-συνεργάσιμων αξιωματούχων στην παραπολιτικη ανώνυμη στήλη που δημοσιευόταν στο πρωτοσέλιδο της WSJ κάθε Παρασκευή με τίτλο ‘Washington Wire’» (Kurtz 1998: 6). Σύντομα, υπό το φόβο περαιτέρω εκδικητικών ενεργειών, ο ρεπόρτερ έλαβε αποκλειστική συνέντευξη του προέδρου Κλίντον για κάποιο άλλο θέμα.
Από την άλλη πλευρά, οι «πηγές» μπορούν να ανακαλέσουν δηλώσεις ή να διαψεύσουν την εγκυρότητα ενός δημοσιεύματος, θίγοντας με αυτόν τον τρόπο την αξιοπιστία ενός συγκεκριμένου ρεπόρτερ ή και του μέσου για το οποίο αυτός ή αυτή εργάζεται. Εάν ο ρεπόρτερ συνεχίσει να είναι ενοχλητικός, μπορεί να του αφαιρεθεί ακόμη και η ευκαιρία να θέτει ερωτήσεις. Παραδείγματος χάριν, ο Λάρι Σπικς, εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου επί Ρέηγκαν, «…συνήθιζε να καταγγέλει τους ρεπόρτερ που τον επέκριναν ή του έκαναν επιθετικές ερωτήσεις και τους απειλούσε ότι θα τους ‘έβγαζε από την πιάτσα’, εννοώντας ότι δεν θα τους ξαναμιλούσε» και μάλιστα έφτανε στο σημείο να το κάνει αυτό δημοσίως «για να τους ταπεινώσει μπροστά στους συναδέλφους τους». Έτσι, «ο Κρις Γουάλας, ανταποκριτής των NBC News ήταν ‘παγωμένος’ επί χρόνια» (Kovach και Rosenstiel 1999: 46).
Πράγματι, τίποτα δεν μπορεί να είναι χειρότερο για έναν ρεπόρτερ από το να του αποκλείσουν κάθε πρόσβαση σε κρίσιμες στιγμές – π.χ., όταν είναι ξεκάθαρο ότι ο οργανισμός, η υπηρεσία ή η επιχείρηση που καλύπτει πρόκειται να πάρει μια μεγάλη απόφαση ή να κάνει κάποια σημαντική ανακοίνωση με μεγάλο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Ακόμη και ο αποκλεισμός ενός ρεπόρτερ από την πρόσβαση σε αυτούς που θα λάβουν τη σημαντική απόφαση είναι ένα πολύ αποτελεσματικό όπλο που οι εκπρόσωποι Τύπου μπορούν να χρησιμοποιούν. Η δυσαρέσκεια μπορεί επίσης να εκφραστεί και με πιο ήπιους τρόπους, όπως όταν ο πρόεδρος Τζον Κένεντι ακύρωσε τη συνδρομή του στην εφημερίδα New York Herald Tribune διαμαρτυρόμενος έμμεσα για τον τόνο των ρεπορτάζ της από τον Λευκό Οίκο (Kurtz 1998: xx).
Ανταγωνισμός και παιχνίδια πολλαπλών επιπέδων
Η συλλογή ειδήσεων περιπλέκεται καθώς σπάνια αποτελεί διαδικασία που διεκπεραιώνεται από δύο μόνο πρόσωπα: το ρεπόρτερ και την «πηγή» του. Στην πραγματικότητα, ούτε ο ρεπόρτερ ούτε η «πηγή» του είναι μόνοι στην αρένα του ρεπορτάζ. Ο ρεπόρτερ βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τους άλλους ρεπόρτερς τόσο της ίδιας της εφημερίδας του, όσο, βεβαίως, και των άλλων εφημερίδων. Οι «πηγές» μπορούν μάλιστα να επιλέξουν ανάμεσα στους διαφορετικούς ρεπόρτερς εκμεταλλευόμενες τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και αξιοποιώντας τους φρενήρεις ρυθμούς του 24ωρου κύκλου ειδήσεων με τρόπο ώστε να τους εξαναγκάσουν να γίνουν υποχωρητικοί υπό την πίεση του χρόνου (βλ. Watkins 1998). Αν ένας δημοσιογράφος γνωρίζει ότι ένας συνάδελφος καλύπτει το ίδιο θέμα, μπορεί να αμβλύνει τον επιθετικό τόνο των ερωτήσεών του ή και να συμβιβαστεί λαμβάνοντας περιορισμένη πληροφόρηση, ακόμη και «οφ δε ρέκορντ». Μια τέτοια αντίληψη καθιστά σαφώς τον ρεπόρτερ διαπραγματευτικά ευάλωτο και έχει ως αποτέλεσμα το πέρασμα της «γραμμής» (spin) της πηγής του.
Ο ανταγωνισμός μπορεί να περιορίσει σημαντικά τις εναλλακτικές επιλογές του ρεπόρτερ. Ο Kurtz (1998: 206-207) αναφέρει ένα περιστατικό του Απριλίου του 1996, όταν το επιτελείο του Λευκού Οίκου είχε υποσχεθεί να «διαρρεύσει» το περιεχόμενο μιας ομιλίας του Κλίντον για το AIDS, βάζοντας την Άλισον Μίτσελ των New York Times και τον Τζον Χάρις της Washington Post σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν ευνοϊκή πρωτοσέλιδη κάλυψη του γεγονότος. Τέτοιες τακτικές «διαίρει και βασίλευε» χρησιμοποιούνται όταν οι «πηγές» έχουν απέναντί τους περισσότερους ρεπόρτερς. Πάντως, αν λειτουργήσουν συλλογικά, οι ρεπόρτερς μπορούν να αξιοποιήσουν την αριθμητική τους δύναμη. Σε μια συνέντευξη Τύπου, οι ρεπόρτερς μπορούν να κάνουν από μία ερώτηση, αλλά αν επιμείνουν όλοι στο ίδιο θέμα, καθένας πηγαίνοντας ένα βήμα μπροστά το ερώτημα του προηγούμενου, τότε ο εκπρόσωπος πολύ δύσκολα θα ξεφύγει.
Αυτού του είδους η αλληλεγγύη είναι σημαντική για τη συλλογή των ειδήσεων. Στην εποχή της «μεικτής κουλτούρας των μέσων» (Kovach και Rosenstiel 1999) η έντυπη δημοσιογραφία, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και οι δημοσιογράφοι του Διαδικτύου βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό για τα ίδια θέματα. Όμως οι διαφορετικοί οργανισμοί και μέσα δεν έχουν τις ίδιες δεοντολογικές αρχές. Οι ρεπόρτερς των εντύπων, σε γενικές γραμμές, επιμένουν ακόμα υπερηφάνως στη δημοσιογραφία των «γεγονότων», ενώ τα τηλεοπτικά talk shows ή ακόμα και κάποια δελτία ειδήσεων, χωρίς να αναφέρει κανείς τα on-line έντυπα του Διαδικτύου, επιδίδονται όλο και περισσότερο σε ένα είδος δημοσιογραφίας «ισχυρισμών», που εξαρτάται λιγότερο από την εξακρίβωση πραγματικών περιστατικών και περισσότερο από τη διατύπωση προκλητικών απόψεων, λειτουργώντας με την «ταχύτητα του φωτός». Συνεπώς, διαφορετικά μέσα έχουν διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με το τι είδους θέματα ή περιεχόμενο εν γένει έχει δημοσιογραφική αξία _ δηλαδή είναι μεταδόσιμο ή δημοσιεύσιμο.
Αυτές οι διακρίσεις μπορούν να είναι καθοριστικές για το «πώς θα παίξει» αρχικά ένα μεγάλο θέμα. Το περιοδικό Newsweek, π.χ., αν και είχε την είδηση, προσπάθησε να κερδίσει χρόνο σχετικά με την υπόθεση Λιουίνσκι στις αρχές του 1998, αναζητώντας πιο πολλά στοιχεία που να τεκμηριώνουν το ρεπορτάζ. Όμως ο Ματ Ντρατζ, δημοσιογράφος του Διαδικτύου, δεν είχε καθόλου αναστολές προκειμένου να παρουσιάσει την ιστορία on-line στην παραπολιτική ιστοσελίδα του, ενώ η ακρίβειά της δεν ήταν ακόμη επιβεβαιωμένη, αφήνοντας πίσω τον ρεπόρτερ του Newsweek Μάικλ Ίζικοφ, που είχε πρώτος το θέμα χάρη στις ερευνητικές του προσπάθειες. Έτσι οι ρεπόρτερς, ανάλογα με το μέσο στο οποίο εργάζονται, δεν ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις, γεγονός που επηρεάζει τη θέση τους, όταν παζαρεύουν με τις «πηγές» τους. Η πίεση του ανταγωνισμού, ο φόβος π.χ. του δημοσιογράφου ενός εντύπου, ότι ένα θέμα θα βγει πρόωρα «στον αέρα» στο Διαδίκτυο ή σε ένα reality show της τηλεόρασης, συχνά τον αναγκάζει να υιοθετήσει ανώνυμους ισχυρισμούς – εξ ου και η διαρκώς αυξανόμενη δύναμη των «πηγών» - διακινδυνεύοντας την επαγγελματική αξιοπιστία του. Πράγματι, ένα από τα θύματα της δημοσιογραφικής κάλυψης του σκανδάλου Λουίνσκι ήταν ο προαναφερθείς κανόνας των «δύο ανωνύμων πηγών».
Η «μεικτή κουλτούρα των μέσων» έχει μια επιπλέον συστημική συνέπεια: μειώνει την αξία (και τη σχετική ισχύ) των παραδοσιακών έντυπων μέσων ως πρωταρχικών ειδησεογραφικών «πυλών» (gatekeepers). Στις μέρες μας ο όρος «μέσα» μπορεί να αναφέρεται σε ο,τιδήποτε από τις πιο σοβαρές ιστορικές εφημερίδες μέχρι τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά και τις ιστοσελίδες του Διαδικτύου. Για κάθε αναγνωρισμένο, «έγκυρο» ρεπόρτερ υπάρχει και ένας «τελάλης της Νέας Εποχής», όπως το περιοδικό για θέματα επικοινωνίας Brill’s Content χαρακτηρίζει τον Ματ Ντράτζ. Όπως λέει ο στίχος του ποιητή W.B. Yeats «…το κέντρο δεν αντέχει», εξ ου και η διαχείριση των ΜΜΕ από τις «πηγές» γίνεται στις μέρες μας όλο και πιο δύσκολη, ιδιαίτερα για αυτούς που καλύπτονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό που δεν θα δημοσιεύσει μια σοβαρή εφημερίδα, δεν αποκλείεται καθόλου να το παρουσιάσει ένα reality show της τηλεόρασης.
Στο μεταξύ το κοινό ασχολείται όλο και λιγότερο με το «ποιος αποκάλυψε την είδηση πρώτος». Συχνά η δημοσιοποίηση ενός θέματος από ένα, ακόμη και περιφερειακό, ΜΜΕ, υποχρεώνει και τα άλλα να ακολουθήσουν, ενίοτε αναπαράγοντας απλώς ό,τι γράφεται ή λέγεται. Προφανώς, αυτό το αποφασίζουν οι διευθυντές. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ρεπορτάζ από πρωτογενές γίνεται δευτερογενές, αφού ένα ΜΜΕ καταγράφει αυτό που παρουσιάζουν τα άλλα ΜΜΕ. Η τακτική αυτή υιοθετήθηκε από τις σοβαρές λονδρέζικες εφημερίδες στην κάλυψη της Πριγκίπισσας Νταιάνας. Απέφευγαν να έχουν δικό τους ρεπορτάζ, αλλά δημοσίευαν ένα ρεπορτάζ για το τι έγραφαν τα φθηνά, λαϊκά tabloids. Πλέον όταν «σκάει ένα μεγάλο θέμα», ο κάθε ρεπόρτερ βασίζεται όλο και λιγότερο στις πηγές του και απλώς τρέχει να προλάβει τους συναδέλφους του. Κλείνοντας τον κύκλο με διαστροφικό σχεδόν τρόπο, η «μεικτή κουλτούρα των μέσων» τείνει να ακυρώσει τις βλαβερές συνέπειες του ανταγωνισμού, αφού οι ρεπόρτερς αποενοχοποιούνται και αισθάνονται ελεύθεροι να δημοσιεύσουν κάτι, εφόσον αυτό έχει δημοσιοποιηθεί σε κάποιο άλλο μέσο _ εφόσον δηλαδή η πληροφορία υπάρχει «κάπου εκεί έξω».
Ούτως ή άλλως, τα πράγματα δεν είναι εύκολα και για τις «πηγές» που βρίσκονται συχνά και αυτές σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Πολύ σπάνια ένας αξιωματούχος, στέλεχος ή και απλός υπάλληλος ενός οργανισμού κατέχει μόνο αυτός μια πληροφορία. Στην πραγματικότητα, σε κάθε οργανισμό, δημόσιο ή ιδιωτικό, περισσότεροι παίκτες έχουν πρόσβαση στην ίδια πληροφορία. Αυτοί οι παίκτες συχνά βρίσκονται σε σύγκρουση λόγω διαφορετικών συμφερόντων ή και προσωπικών αξιών. Οι επαφές τους με τους δημοσιογράφους δεν μπορούν να επιτηρηθούν ή να ελεγχθούν αποτελεσματικά. Ακόμη και ο Λευκός Οίκος του Νίξον, όπου τα τηλέφωνα παρακολουθούνταν, δεν μπορούσε να εντοπίσει τους «διαρροείς». Σε κανέναν οργανισμό δεν υπάρχει απόλυτη «σύμπνοια απόψεων». Επιπλεόν, η δυνατότητα να διαρρεύσει κανείς πληροφορίες «ανεπισήμως», σε λογική «μπαγκράουντ» ή «οφ δε ρέκορντ» ή ακόμη και να διοχετεύσει με τρόπο μυστικό κρίσιμα έγγραφα σε έναν ρεπόρτερ, καθιστά σχεδόν αδύνατη την αποκάλυψη της ταυτότητας μιας «ανώνυμης πηγής» ακόμη και αφού τα ρεπορτάζ έχουν δημοσιευθεί. Εφημερίδες, τηλεοπτικοί σταθμοί και ιστοσελίδες μπορεί να έχουν μεταξύ τους διαφορές, συμπίπτουν όμως στο ότι περιφρουρούν με ζήλο τα ονόματα των «πηγών» τους. Η πληροφορία μπορεί να «διαρρεύσει» ακόμη και προκαταβολικά, από παίκτες που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο και επιζητούν να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων «από έξω».
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών αξιωματούχοι του αμερικανικού δημόσιου τομέα φέρουν την ευθύνη για τη δημοσιοποίηση μεγάλων θεμάτων όπως τα απόρρητα έγγραφα του αμερικανικού Πενταγώνου για το Βιετνάμ, που δημοσιεύθηκαν το 1971 από τους New York Times, ή το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που αποκαλύφθηκε το 1972-74 από τη Washington Post και ουσιαστικά οδήγησε στην πτώση του Ρίτσαρντ Νίξον. Στην πρώτη περίπτωση, το βασικό ρόλο για την αποκάλυψη της πληροφορίας έπαιξε ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ. Στη δεύτερη περίπτωση, η βασική πηγή, γνωστή ως «Βαθύ Λαρύγγι», ήταν ένα στέλεχος της αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας και διατηρεί την ανωνυμία του μέχρι σήμερα.
Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εικονογράφηση της δυναμικής του ανταγωνισμού τόσο μεταξύ των ρεπόρτερς όσο και μεταξύ των «πηγών». Όχι μόνο το «Βαθύ Λαρύγγι» ήταν δυσαρεστημένο με τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Νίξον, αλλά και οι δύο δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν το θεμα, οι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπερνστάιν, ήταν συντάκτες του ελεύθερου ρεπορτάζ που βρίσκονταν χαμηλά στην ιεραρχία της εφημερίδας και όχι πολιτικοί συντάκτες. Σε αντίθεση με τους ρεπόρτερς που ήταν διαπιστευμένοι στο Λευκό Οίκο (συμπεριλαμβανομένων και των συναδέλφων τους στην εφημερίδα) οι δύο δημοσιογράφοι είχαν τη δυνατότητα να δράσουν χωρίς περιορισμούς. Λόγω της έλλειψης κάποιας στενής σχέσης με το Λευκό Οίκο, ήταν ελεύθεροι να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στο να έχουν μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία, ένα πραγματικό «λαυράκι», χωρίς να τους ενδιαφέρει πώς αυτό θα επηρεάσει τη σχέση τους με τις «πηγές» τους. Πολύ απλά, μη όντας πολιτικοί συντάκτες δεν είχαν καθόλου «πηγές» στο Λευκό Οίκο.
Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ εικονογραφεί επίσης και τη διάσταση των δύο επιπέδων στη συλλογή των ειδήσεων. Ο Λευκός Οίκος μπορεί να μην είχε καμιά άμεση εξουσία πάνω στους δύο ρεπόρτερς, αλλά η κυβέρνηση Νίξον ήταν αμείλικτη στις προσπάθειές της να πλήξει την Post (αποκλείοντας την πρόσβαση σε όλους τους ρεπόρτερς της, κοινώς «παγώνοντάς» τους) και την εκδότριά της Κάθριν Γκράχαμ (που «αισθάνθηκε πολιορκημένη»), φθάνοντας μάλιστα σε σημείο να ανακαλέσει τις άδειες τηλεοπτικών καναλιών στη Φλώριδα που ανήκαν στην ιδιοκτήτρια εταιρεία της εφημερίδας. Τα στελέχη του Νίξον απευθύνθηκαν μάλιστα άμεσα στον ιδιοκτήτη του τηλεοπτικού καναλιού CBS Μπιλ Πέιλι, προσπερνώντας το τμήμα ειδήσεων, όταν το δίκτυο αποφάσισε να βγάλει στον αέρα ένα θέμα για το Γουότεργκεϊτ (Graham 1997: 468-478) που επιβεβαίωνε τα δημοσιεύματα της Post.
Η συλλογή ειδήσεων δεν περιορίζεται στη συνεχή διαπραγμάτευση ανάμεσα στους ρεπόρτερς και τις «πηγές» τους. Καμιά πλευρά δεν είναι μονολιθική. Οι ρεπόρτερ δίνουν λόγο στους αρχισυντάκτες τους, ενίοτε δε και στους διευθυντές τους, τους οποίους πρέπει συχνά να πείσουν ότι βρίσκονται στα ίχνη ενός «καλού θέματος» και μετά να διαπραγματευτούν για τη θέση του στην ύλη της εφημερίδας (πρωτοσέλιδο ή μια αναφορά βαθειά μέσα στο φύλλο). Η σχέση ανάμεσα στο ρεπόρτερ και τον αρχισυντάκτη του είναι συχνά μια διαπραγμάτευση από μόνη της. Ο Kurtz (1998: 222) αναφέρει πώς ο ρεπόρτερ Τζεφ Γκέρθ «έχασε κάποια από τα πρώτα θέματα του σχετικά με το σκάνδαλο Γουαϊτγουότερ, που βάρυνε τους Κλίντον, εξαιτίας ενός άτολμου και διστακτικού αρχισυντάκτη των [New York] Times κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του 1992». Με τη σειρά τους οι αρχισυντάκτες υπάγονται στο διευθυντή και στη συνέχεια στον εκδότη, που εκτιμά την απόδοσή τους και εγκρίνει ή αποδοκιμάζει (ρητά ή σιωπηρά) τις επιλογές τους.
Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ αποτελεί κλασικό παράδειγμα των πολυεπίπεδων εσωτερικών διασυνδέσεων στην ιεραρχία των ΜΜΕ. Οι Γούντγουορντ και Μπερνστάιν στην προσπάθειά τους να δημοσιοποιήσουν την όλη ιστορία έπρεπε να εξασφαλίσουν με τη σειρά την υποστήριξη των υπεύθυνων του Ελεύθερου και του Μητροπολιτικού ρεπορτάζ, του αρχισυντάκτη και τελικά του διευθυντή της Post (οι κκ. Μπάρι Σάσμαν, Χάρι Μ.Ρόζενφελντ, Χάουαρντ Σάϊμονς και Μπεν Μπράντλι αντιστοίχως).
Ανάλογες ιεραρχίες χαρακτηρίζουν και τους δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς που καλύπτονται από τα ΜΜΕ. Τα στελέχη των γραφείων Τύπου ή οι υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων αποτελούν τη βιτρίνα αυτών που αντιπροσωπεύουν και αναλαμβάνουν να διαχειριστούν, ως «πρώτη γραμμή άμυνας», τις ερωτήσεις και έρευνες των δημοσιογράφων. Τα πρόσωπα αυτά ελέγχουν τη ροή της πληροφορίας και την άμεση πρόσβαση (με τη μορφή ενημέρωσης ή συνεντεύξεων) σε αυτούς που αντιπροσωπεύουν. Η βασική επαγγελματική τους έγνοια είναι να εξασφαλίσουν την εγκυρότητα και ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχουν στο κοινό προκειμένου να διατηρήσουν την επαγγελματική τους αξιοπιστία. Έτσι εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ειλικρίνεια αυτών που εκπροσωπούν και οι σχέσεις ανάμεσά τους είναι συχνά επίπονες.
OFF & ON THE RECORD
Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης συμβαίνουν πολλά απρόοπτα. Έχουμε αναφέρει μερικά σημαντικά ήδη… αλλά υπάρχει και κάτι ουσιωδέστατο που πρέπει να το φυλάτε ως ΘΡΗΣΚΕΙΑ!
Ο συνομιλητής σας είναι δυνατόν, κατά την ώρα της συνέντευξης να απαιτήσει ότι μια συγκεκριμένη δήλωσή του δεν πρέπει να δημοσιευθεί! Είναι «μεταξύ σας». Πρόκειται για τον γνωστό διεθνή όρο OFF THE RECORD. Δηλαδή εκτός… αναφοράς και δημοσιοποιήσεως ,όρος που δεσμεύει τον δημοσιογράφο για να μην αναφερθεί στη συγκεκριμένη επιθυμία του συνομιλητού του. Ακόμη κι αν η εμυστήρευση του συνομιλητού αφορά την ανατροπή της Κυβέρνησης … αύριο.
Μπορεί εν τούτοις ο δημοσιογράφος μπροστά σε τέτοια αποκάλυψη, και εφόσον είναι βέβαιος ότι μάλλον να συμβεί, να αναγράψει το επικείμενο γεγονός, χωρίς όμως ποτέ να αναφερθεί στην πηγή του που τον δέσμευσε με τα δεσμά του OFF THE RECORD.
___________________________________________
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΑ …ΦΥΣΙΚΑ…
Η συνέντευξη αποτελεί στη δημοσιογραφία το βαρύ πυροβολικό, το απόλυτο κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες. Με δύο λόγια όλες οι ενέργειες του δημοσιογράφου είναι μια αέναη συνέντευξη- επαφή. Ακόμη και για τη πιο ασήμαντη πληροφορία που επιδιώκει να αποσπάσει από τον πλέον ταπεινό πολίτη, το εργαλείο της συνέντευξης τον κατευθύνει. Γενικός κανών.
Ειδικότερα σήμερα όταν μιλάμε για συνέντευξη στον Τύπο εννοούμε κάτι πιο ευρύτερο, πιο ογκώδες και ξεχωριστά προβαλλόμενο από τα έντυπα, ιδιαίτερα όταν «η συνέντευξη» παίρνεται από επιφανή πρόσωπα του δημοσίου βίου
Η συνέντευξη είναι δύσκολο είδος , σχεδόν είναι τέχνη, τέχνη εκμαιευτική, κατά τα πρότυπα του Σωκράτους. Θέτεις ερωτήσεις στον συνομιλητή σου και λαμβάνεις απαντήσεις. Χρειάζεται μεγάλη μαστοριά, πονηριά και προπαρασκευασμένη στρατηγική για να φτάσεις στο στόχο σου. Διότι υπονοείται ότι κάποιος στόχος σε υποκίνησε για να ζητήσεις συνέντευξη από κάποιον.
Η συνέντευξη είναι ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού. Ο δημοσιογράφος πασχίζει να φέρει βόλτα στα νερά του τον συνεντευξιαζόμενο, ενώ αυτός προσπαθεί να προφυλαχτεί από τις κακοτοπιές, να πέσει στις παγίδες που στήνει ο δημοσιογράφος.
Συχνά, πολύ συχνά όμως ο συνεντευξιαζόμενος μεταμορφώνεται σε γάτα και πασχίζει με τον τρόπο του να περάσει στον δημοσιογράφο τα δικά του, να εμφανίσει εικόνα αγίου κ.λ.π., με αποτέλεσμα ο δημοσιογράφος να φεύγει με αδειανά χέρια και με μια συνέντευξη λαπά-πατάτα, -όπως λέμε στη δημοσιογραφική γλώσσα- που δεν θα παρουσίαζε το παραμικρό ενδιαφέρον στον αναγνώστη. Αυτό είναι μια απειλή που συνεχώς επικρέμεται επί των κεφαλών των δημοσιογράφων.
Υπάρχουν βασικά είδη συνέντευξης: 1) Συνέντευξη για συλλογή πληροφοριών και 2) Συνέντευξη παρουσίασης προσωπικοτήτων για διατύπωση απόψεών τους (πολιτικών, φιλολογικών, ιστορικών , καλλιτεχνικών κ.λ.π),μια εργασία δηλαδή φιλολογικά καλλιεπής, ένα συμπλήρωμα δηλαδή στην αισθητική του αναγνώστη και τίποτε περισσότερο...ναι μεν αλλά... μπορεί να μεταμορφωθεί και σε μέγα ειδησεογραφικό γεγονός...
Στο τελευταίο είδος έχει διαπρέψει ιδιαίτερα η Ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι και οδικός μας Θανάσης Λάλας. Αν εξαιρέσει κανείς τη Φαλάτσι –που ήταν συνάμα και πληροφοριακή,-οι συνεντεύξεις της προκαλούσαν παγκόσμιο ενδιαφέρον ο θανάσης Λάλας διαβάζονταν από ένα περιορισμένο κοινό κουλτουριάρηδων.
Στην πρώτη κατηγορία βρίσκεται ο Απ. Βραχιολίδης με χιλιάδες συνεντεύξεις στο ενεργητικό του, πάντα μέσα στην τρέχουσα επικαιρότητα, πάντα με νέες ειδήσεις.
΄Εχει δε αναπτύξει και τη θεωρία: «Συνέντευξη χωρίς να περιέχει είδηση, νέα πληροφορία είναι δώρον άδωρον, σαλάτα δίχως ξύδι» Είναι μια κάθετη άποψη μεν, αλλά ένας συνδυασμός των δύο ειδών θα ήταν το ιδανικό, που εν πολλοίς υπηρέτησε η Οριάνα Φαλάτσι, αλλά όχι κι ο Λάλας, ο οποίος ουδέποτε υπήρξε ρεπόρτερ και συλλέκτης πληροφοριών. Τούτο δε σημαίνει ότι οι συνεντεύξεις του δεν είναι άξιες λόγου.
Παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι απόψεις του έμπειρου στις συνεντεύξεις Θανάση Λαλά Είπε κάποτε:
«Η σημασία μιας συνέντευξης έχει πολλές πλευρές. Πρώτα-πρώτα, πόσο σημαντική είναι μια συνέντευξη από την πλευρά του συνεντευξιαζόμενου, που έχει να κάνει πάντα με το τι θα καταφέρει να πει μέσα από ένα συγκεκριμένο σύνολο ερωτήσεων και να καταγραφεί. Από την πλευρά του συνεντευξιαστή, τι θα ρωτήσει, έτσι ώστε ο συνεντευξιαζόμενος να μπορέσει να πει αυτό που θα μπορούσε να πει και να είναι σημαντικό. Και το τρίτο, είναι πολύ βασικό, έχει τρία στάδια: το πρώτο στάδιο είναι πώς ‘κλείνει’ μια συνέντευξη, το πώς καταφέρνεις να πείσεις κάποιον να σου μιλήσει, και δεν μιλάμε για έναν Έλληνα που θα έλεγε ένα ‘ναι’ εύκολα, λέμε για αυτούς τους ‘μεγάλους’.Το δεύτερο είναι να βρεθείς μαζί του και να συνομιλήσεις και να καταφέρεις να πάρεις το καλύτερο υλικό. Και το τρίτο, πολύ βασικό, είναι η επεξεργασία της συνέντευξης.
O κ. Λάλας.. το άλλο είδος της συνέντευξης.. αντίθετο με εκείνο του Βραχιολίδη...Ωστόσο οι σκέψεις του παρουσιάζουν ενδιαφέρον...
Έχει μεγάλη σημασία πια, έχοντας ένα υλικό, πώς θα το χειριστείς έτσι ώστε να έχει τον στόχο τον οποίο έχεις προαποφασίσει να έχει η συνέντευξη», υπογραμμίζει ο Θ. Λάλας και συνεχίζει λέγοντάς μας: «Εγώ ποτέ δεν προσέγγισα τη συνέντευξη με τη λογική της επικαιρότητας. Δηλαδή ποτέ δεν σκέφτηκα να κάνω μια συνέντευξη που θα αποτελούσε χρηστικό αντικείμενο γι’ αυτόν που θα τη διάβαζε. Εμένα με ενδιέφερε ένας φιλοσοφικός διάλογος, ένας διάλογος που θα ξεπερνούσε την επικαιρότητα και το τώρα, θα μάχετο με το χρόνο και θα είχε μια σημασία κάποια στιγμή, ανεξάρτητα από τα πρόσωπα που θα συμμετείχαν.
«Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, κ. Λάλα, γιατί ως όχημα για την προσωπική σας αυτή σχέση, όπως την περιγράφετε, διαλέγετε ανθρώπους επώνυμους, μεγάλα ονόματα; Μόνο η αφρόκρεμα των επωνύμων έχει να σας δώσει, δεν έχει να σας δώσει ο τυχαίος, που οπωσδήποτε ποτέ δεν είναι τυχαίος αλλά απλά ανώνυμος;»
«Σπάνια δημοσιεύω τέτοιες συνεντεύξεις, γιατί δεν θέλει να τις φιλοξενήσει η εφημερίδα. Μπορεί να είναι μία από τις μελλοντικές μου σκέψεις αυτή. Εγώ έκανα ήδη μία ρήξη με την εφημερίδα, έκανα ένα είδος συνέντευξης που δεν πατούσε πάνω στην επικαιρότητα. Στηρίχτηκα πάνω στο γεγονός ότι διηγούμαι μία ιστορία. Εάν η ιστορία ήταν ενός ανωνύμου, τότε θα ήταν πλήρης η ρήξη και, πιστεύω, δεν θα είχα τη δυνατότητα να το περάσω. Θα μου ήταν πολύ δύσκολο. Ήδη αυτά τα πρόσωπα, τα οποία προσέγγισα τότε, προξενούσαν εξαιρετική περιέργεια στην εφημερίδα μου. Φαντάσου το 1991 έναν τύπο σαν κι εμένα να πηγαίνει στον Ψυχάρη και να λέει ότι θα πάω στην Αγγλία να κάνω τον Foster. Το 1991 άκουγαν οι άνθρωποι Foster και δεν καταλάβαιναν τι είναι».
Σωστές οι παρατηρήσεις του. Αυτή τη διαδρομή επέλεξε. Ώστοσο αν προτιμούσε τη συνέντευξη επικαιρότητας, σίγουρα θα είχε μεγαλύτερα φόντα δημοσιοποίησης της εργασίας του. Διότι το άπαν στον Τύπο είναι η είδηση το γεγονός… Και κανείς Αρχισυντάκτης δεν θα διανοούταν να αποκλείσει μια συνέντευξη μεστή με πληροφορίες και γεγονότα. Μια συνέντευξη χαϊδευτική, περιγραφική, έστω και με φιλοσοφικές διαθέσεις κ.λ.π. του συνεντευξιαζόμενου, μπορεί να μείνει για καιρό στο συρτάρι του αρχισυντάκτη χωρίς να πάθει τίποτε η εφημερίδα. Είναι συμπλήρωμα, τσόντα, την οποίαν επιστρατεύουν όταν υπάρχει έλλειψη ύλης.
Ο Νίκος Χατζηνικολάου κι άλλοι αστέρες της τηλοψίας ακολουθούν τη συνταγή-θεωρία Βραχιολίδη γι αυτό κι έχουν πολλές βροντώδεις επιτυχίες,αφού οι συνεντεύξεις που λαμβάνουν ακουμπάνε την τρέχουσα επικαιρότητα...
Ας δούμε τι είναι η συνέντευξη με περισσότερες λεπτομέρειες:
Μια απλή συνάντηση δύο ατόμων
Ένας απλός διάλογος δύο ατόμων
Μια αυστηρώς δημοσιογραφική συνέντευξη (με στόχο τη συλλογή πληροφοριών)
Ένας μονόλογος ή μια εξομολόγηση…
Η ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ δεν αρκεί για να είναι επιτυχημένη μια συνέντευξη απαιτείται
ΜΕΘΟΔΟΣ & ΤΕΧΝΙΚΗ
Τύποι Συνέντευξης
Συνέντευξη για την πληροφόρηση. Στο κεφάλαιο αυτό ο δημοσιογράφος επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη συλλογή πληροφοριών από τον άνθρωπο που προσεγγίζει, -και νομίζει φυσικά ότι είναι γνώστης- είτε πρόκειται για πληροφορίες επικαιρότητας είτε όχι. Συχνά οι δημοσιογράφοι ανασκαλίζουν παλαιότερες ιστορίες και τις επαναφέρουν στην επικαιρότητα με νεότερα στοιχεία.
Ο δημοσιογράφος είναι ερώτηση και περιέργεια. Όσο πιο πολλές απορίες έχει, τόσο και πιο εγγύς βρίσκεται στην επιτυχία. Ρωτάει, ρωτάει…Για να ρωτάς πολλά χρειάζεται πρώτιστα να κατέχεις το αντικείμενο που ερευνάς αλλά και να ξέρεις πολλά για την προσωπικότητα που έχεις απέναντί σου. Αυτό έχει μεγάλη σημασία
Δεν τρομάζεις με τις ερωτήσεις σου τον συνομιλητή σου. Δημιουργείς κλίμα φιλικότητας και εμπιστοσύνης, ώστε να τον αφήσεις να βγάλει στη φόρα ακόμη κι αυτά που είχε κατά νου να αποκρύψει. Να μη διστάζεις υποκριτικά να είσαι κολακευτικός και θαυμαστικός προς αυτόν. Όλοι οι άνθρωποι νιώθουν ευχάριστα όταν δέχονται φληναφήματα και κολακευτικά σχόλια Χαλαρώνουν, ενθουσιάζονται και μετά ανοίγουν το στόμα τους.
Τύποι Ερωτήσεων
Ανοικτές ερωτήσεις
Κλειστές ερωτήσεις
Εναλλακτικές ερωτήσεις
Ερωτήσεις με παραπλανητική στόχευση.. Ρίχνεις άδεια για να πιάσεις γεμάτα…
Άμεσες ερωτήσεις
Έμμεσες ερωτήσεις
Επίπεδα Πληροφόρησης
Τα γεγονότα
Βλέπω, ακούω, νοιώθω, παρατηρώ. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης πρέπει όλες οι αισθήσεις του λαμβάνοντος συνέντευξη να είναι εν λειτουργία. Παρατηρώντας, βλέποντας και ακούγοντας, θα προκύψουν νέες απορίες και ερωτήματα που δεν είχες προγραμματίσει. Συχνά σε τέτοια φαινόμενα ,αλλού το πηγαίνεις εσύ το παιχνίδι κι άλλα σου προκύπτουν… Κι ακόμη συχνότερα η συνέντευξη δυνατόν να δρομολογηθεί σε άλλη κατεύθυνση, από εκείνη που σχεδίαζες εσύ. Συνεπώς όλες οι αισθήσεις μας πρέπει να είναι εν εγρηγόρσει.
Τα αισθήματα
αισθάνομαι, διαισθάνομαι. Συχνά, ακούγοντας να σου λέει πολλά ο συνομιλητής σου, διαισθάνεσαι ότι πάει να σε παραπλανήσει…Λέει ψέματα Να αντιδράς πάντα ευγενικά. Δεν είσαι εισαγγελέας αλλά δημοσιογράφος. Συνιστάται να κάνεις και τον αγαθούλη μπροστά του… αλλά να μην πάψεις να καιροφυλαχτείς…
Η γνώμη
Πάντα χρειάζεται να παίρνουμε και τη γνώμη του συνομιλητή μας σε όσα εμείς θεωρούμε ότι θα ήταν χρήσιμη.
Σύμφωνα με το Βάμβουκα (1993) «συνέντευξη είναι η ‘συνάντηση’ και συνομιλία δύο ή περισσότερων προσώπων με σκοπό την επίτευξη ενός προκαθορισμένου σκοπού. Αυτό που τη διακρίνει από τη συνηθισμένη μορφή συνομιλίας είναι η ύπαρξη του σκοπού και η συστηματική προσπάθεια που καταβάλλεται για την επίτευξή του».
Η συνέντευξη ως τεχνική έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες και είναι ένα αρκετά περίεργο είδος επικοινωνίας. Καλό είναι οι ερωτήσεις να γίνονται από στήθους και οι σημειώσεις να κρατούνται μετά τη συνέντευξη και όχι κατά τη διάρκειά της. Αν χρησιμοποιηθεί μαγνητόφωνο πρέπει να υπάρχει απαραίτητα η συγκατάθεση του ερωτώμενου. Είναι σημαντικό η διεξαγωγή της συνέντευξης να γίνεται σε ένα ήρεμο περιβάλλον, χωρίς θορύβους, μέσα σε κλίμα φιλικό που να εμπνέει στον ερωτώμενο εμπιστοσύνη, ασφάλεια, και τη διάθεση να μιλήσει. Ο συνεντευκτής πρέπει να είναι ευγενικός, ενθαρρυντικός, συμπαθητικός ,χιουμοριστικός για να δώσει έτσι μια ευνοϊκή εικόνα από την πρώτη στιγμή. Συγχρόνως πρέπει να ενθαρρύνει τον ερωτώμενο, να προκαλέσει το ενδιαφέρον του και να τον καθησυχάσει (Φίλιας, 1998). Η επιτυχία στη διεξαγωγή της συνέντευξης εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από την προσωπικότητα του υπευθύνου της συνέντευξης και από το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται (Βάμβουκας, 1993).
Η επιλογή των ερωτήσεων πρέπει να είναι προσεκτική και να εστιάζεται στο αντικείμενο του σκοπού. Η καταγραφή των απαντήσεων πρέπει να γίνεται με αντικειμενικό τρόπο και να αποφεύγονται οι άμεσες ερμηνείες. Η ερμηνεία τους μπορεί να γίνει σε επόμενο στάδιο.
1. Μη δομημένη συνέντευξη: η μορφή της συνέντευξης η οποία στηρίζεται σε μια λίγο έως πολύ ελεύθερη συζήτηση και όχι σε μια σειρά προκαθορισμένων ερωτήσεων. Τη διακρίνουμε σε ελεύθερη και σε εντοπισμένη μορφή.
2. Άμεση συνέντευξη: η μορφή της συνέντευξης κατά τη διάρκεια της οποίας οι ερωτήσεις προκαλούν άμεσες απαντήσεις από τον ερωτώμενο και αυτές με τη σειρά τους κατά τον ίδιο ερμηνεύονται.
3. Έμμεση συνέντευξη: η μορφή συνέντευξης της οποίας η πραγματική αξία φαίνεται από τις πληροφορίες που δίνει έμμεσα ο ερωτώμενος.
4. Συνέντευξη σε βάθος: η μορφή της συνέντευξης κατά τη διάρκεια της οποίας ο συνεντευκτής κατευθύνει απόλυτα τη συζήτηση με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες πάνω στο αντικείμενο της έρευνάς του.
ΕΙΔΟΣ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
• ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΑΠΟΤΥΠΩΣΟΥΝ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
• Πόσο συχνά…
• Πότε…
• Σκοπός τους είναι να καταλήξουν στο είδος της πληροφορίας που πρέπει να συλλέγει .
Διατύπωση της σωστής ερώτησης. Έχει σημασία, η σαφήνεια και η ακρίβεια της ερώτησης που υποβάλλουμε. ΚΑΙ ΠΟΤέ οι ερωτήσεις μας δεν είναι μακροσκελείς. Λακωνικές μόνον. Όχι όπως στην τηλεόραση, που οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων είναι μακροσκελέστερες από τις απαντήσεις που λαμβάνουν....(εδώ απλά ο δημοσιογράφος αγωνιά για το στήσιμο του δικού του προφίλ.. πασχίζων ανοήτως να κλέψει εντυπώσεις...)
• Συχνά απαιτείται προγενέστερη γνώση του αντικειμένου ,όπως ήδη τονίσαμε και προηγούμενα.
ΕΙΔΟΣ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
• ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟΨΕΩΝ
*Τι πηγαίνει λάθος με το υπάρχον σύστημα;
• Μπορεί να μην έχει απόψεις ο συνομιλητής μας. Το προσπερνάμε.
• Οι απόψεις μπορεί να έχουν πολλές πλευρές. Επιστρατεύστε τις δικές σας. Είναι πιθανόν να τον ωθήσετε σε περισσότερη φλυαρία.
Η ΣΕΙΡΑ ΤΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
Η σειρά των ερωτήσεων που υποβάλλουμε στον συνομιλητή μας έχει μεγάλη σημασία. Προέχει ότι δεν πρέπει να τον τρομάξουμε. Το πάμε σιγά-σιγά και μεθοδικά μέχρι να τον ξεθαρρέψουμε. Φυσικά στο νου μας έχουμε κάτι σημαντικό που πρέπει να του αποσπάσουμε. Ο στόχος μας είναι αυτός και μόνον.
Στην αρχή της υποβολής των ερωτημάτων αρχίζουμε με τα πλέον αθώα ερωτήματα. Και σιγά-σιγά περνάμε στα πλέον σύνθετα και «επικίνδυνα»… Και μόνον προς το τέλος – αφού το κλίμα θα είναι ήδη ευνοϊκό- την κρίσιμη ερώτηση από την οποία θα βγάλουμε την επιτυχία, την είδηση…
• ΟΙ ΕΥΚΟΛΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΠΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΠΡΩΤΕΣ ,αυτό να μη το λησμονείτε έως τη στιγμή που θα δημιουργήσετε το κατάλληλο κλίμα συμπάθειας και εμπιστοσύνης. Μετά παίρνετε …φόρα.
• Φυσικά –δοκιμασμένα διεθνώς στην πρακτική των συνεντεύξεων- μπορεί να ανατραπούν από την ίδια την προσωπικότητα του δημοσιογράφου. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα χαρισματικός στην επικοινωνία κι από την πρώτη στιγμή όλα να τα φέρνει στο πιάτο του έτοιμα. Σπάνια όμως περίπτωση, αλλά μη αποκλειόμενη.
Ακόμη: ***Μην κάνετε αφελείς και χαζές ερωτήσεις.
**Επιτρέπονται και οι χαζές ερωτήσεις υπό τον όρο ότι έχουν μια στόχευση. Π.Χ.
Αν ερωτήσετε τον πρωθυπουργό :
--Πόσες φορές το μήνα τρώτε φασουλάδα; Είναι προφανές ότι θα αιφνιδιαστεί, αλλά μπορεί να σας δώσει μια χαριτωμένη απάντηση. Ή..
--Τι γνώμη έχετε για την Ελλάδα;
--Σας αρέσει τοσουβλάκι;
**Στους καλλιτέχνες ρωτάτε ότι σας κατέβει… είναι αλαφροϊσκιωτοι. Τρελαίνονται για δημοσιότητα , - ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΠΟΥ έχει η παράστασή τους, έστω κι αν παίζουν μπροστά σε 30 θεατές! -όπως, επίσης και οι δεύτερης διαλογής πολιτικοί και οι δήμαρχοι. Αυτοί αμέσως παραχωρούν συνέντευξη… και το διαλαλούν σε όλη τη περιοχή τους πριν καν τη δημοσιεύσετε!
Η προσέγγιση οποιουδήποτε που βάζεις σε στόχο είναι ευχερής … Κι όσο πιο χαρισματικός είσαι στη χρήση του λόγου, τόσο και ευκολότερα θα πέφτουν τα κάστρα.
Σημείωση: Το μάθημα «ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ» ανήκει στα προκεχωρημένα κράσπεδα της δημοσιογραφίας.
ΟΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ.
Μέγα δημοσιογραφικό κεφάλαιο. Και μάλλον το πρώτο... Ο ανταγωνιστής του πολιτικού ρεπορτάζ είναι ΜΟΝΟΝ το ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ, το οποίο και παράγει τις περισσότερες επιτυχίες scoop.. Γι αυτό και οι ατυχείς πολιτικοί συντάκτες το ...μισούν που θα βρεθούν στην ανταγωνιστική αρένα...
Οι πολιτικοί στην σύγχρονη εποχή έχουν εξελιχθεί σε στενό κορσέ του δημοσίου βίου. Σχεδόν τα πάντα ξεκινούν και καταλήγουν εις αυτούς. Είναι φανερό ότι ασκούν τεράστια εξουσία και επηρεάζουν καταστάσεις. Εν πολλοίς το είδος τους αναπτύχθηκε υδροκέφαλα από τη δημοσιογραφική γραφίδα. Αν δεν ήταν ο Τύπος δεν θα τους ήξερε ούτε και η σεβασμία μήτηρ τους, ένοχος της υπάρξεώς τους. Καλώς ή κακώς υπάρχουν και ο δημοσιογράφος οφείλει να συμβιώνει μαζί τους. Εξ άλλου ο πολιτικός είναι και μόνιμος πηγή ειδήσεων, πληροφοριών. Έτσι έχει αναπτυχθεί ένας άτυπος γάμος ανάμεσα σε δημοσιογράφους και πολιτικούς, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Κυρίως συναλλαγή, σου δίνω μου δίνεις. Για να γίνει κατανοητό αυτό λέμε: Αν ο δημοσιογράφος αντλεί πληροφορίες από κάποιον πολιτικό, δεν διανοείται να τον πλήξει, να τον κρίνει. Τον χαϊδεύει και τον προβάλλει κολακευτικώς, ακόμη και να καλύπτει τις όποιες αταξίες του, προσδοκώντας ότι αύριο θα έχει μια ακόμη αποκλειστική πληροφορία.
Η δημοσιογραφία του είδους αυτού είναι αποκρουστική και προδοτική των συμφερόντων του λαού, τον οποίον υποτίθεται ότι διακονεί ο δημοσιογράφος.
Η αντίληψη ότι διαπράττω φιλίες για να έχω πηγές πληροφόρησης είναι από παράλογη έως εξωφρενική, την ώρα που οι πηγές ειδήσεων ποτέ δεν στερεύουν.
Από μια συνέντευξη με πολιτικό ποιος επωφελείται περισσότερο; Φυσικά ο πολιτικός που έχει ένα μαγαζάκι το οποίο χωρίς τη δημοσιογραφική μελάνη ,μαραίνεται. Ο πολιτικός για να επιβιώσει και να κρατιέται στην επικαιρότητα χρειάζεται απαραιτήτως το οξυγόνο της δημοσιογραφίας.. Ενώ ο δημοσιογράφος… ποτέ δεν πεθαίνει… Αναζωογονείται από τα καθημερινά γεγονότα, είτε ο ίδιος τα ανακαλύπτει, είτε του έρχονται στο πιάτο από μόνα τους.
Μια συνέντευξη με έναν πολιτικό, κατά κανόνα είναι στυφή
Διότι ο πολιτικός, έμπειρος στα δημοσιογραφικά… δίδει στο δημοσιογράφο αυτά που θέλει αυτός και κυρίως αυτά που κολακεύουν το άστρο του.
Σε σπάνιες περιπτώσεις και δη σε πολιτικές κρίσεις μπορεί να βγάλει και κάποιες κορώνες κι αποκλειστικές ειδήσεις… αλλά πάλι για την προβολή του άστρου του και μόνο. Πάσχει από ανίατο Ναρκισισμό. Θεωρεί εαυτόν ευεργέτη, σωτήρα αν και κατά κανόνα αμαθής, μέτριος και αφελής. Αλλά αυτόν ψηφίζει ο επίσης αφελής λαός.
Η συνέντευξη με πολιτικό πρέπει να είναι επιμελώς σχεδιασμένη, διότι διατρέχει τον κίνδυνο ο δημοσιογράφος να εμφανιστεί ως λιβανιστής του εγωπαθούς πολιτικού.
Προέχει η εξασφάλιση μιας αποκλειστικής πληροφορίας και μετά τα εγωπαθή του συνεντευξιαζόμενου πολιτικού. Αν πρόκειται να σε χρησιμοποιήσει σα γιοφύρι για να περάσει το θολό άστρο του καλύτερα ξέχνα τον ! Δεν θα βγεις πουθενά. Θέλει να σε χρησιμοποιήσει… Και να μη ξεχνάς η χρήση του δημοσιογράφου έχει τεράστιο κόστος. Ο Βραχιολίδης είπε το εξής καταλυτικό:
--Αντί κ.Υπουργέ να βάλω τη δική σου φωτογραφία με τα όσα άνοστα μου ξεφουρνίζεις ,δεν βάζω καλύτερα τη δικιά μου φωτογραφία και να το χαίρονται οι συγγενείς και οι φίλοι μου, μια κι εγώ –πληρώνω τις δαπάνες της έκδοσης; Θα πληρώνω εγώ για να φιγουράρεις εσύ…; Μα για βλάκα ψάχνεις; Δώσε καμιά πληροφορία της προκοπής και το συζητάμε…»
Οι πολιτικοί που αντιλαμβάνονται πλήρως το δόγμα Βραχιολίδη. Ξέρουν καλά τις δαπάνες που υποβάλλονται οι εφημερίδες για την προβολή της αφεντιάς τους. Και επειδή θεωρητικά οι δημοσιογράφοι δεν εξαγοράζονται έχουν εφεύρει οι πολιτικοί το πλαγιοσκοπικό λάδωμα. ΄Ητοι με τις διασυνδέσεις τους με διάφορους κρατικούς Οργανισμούς (ΟΠΑΠ, ΟΤΕ, κι άλλες ΔΕΚΟ) εξασφαλίζουν διαφημιστικές καταχωρήσεις στα έντυπα όπου προβάλλονται. Δηλαδή εξασφαλίζουν αυτοί οι σωτήρες του γλυκού ύδατος, προβολή… αλλά πληρώνει ο λαός. Κι ο εκδότης περνάει καλά κι αυτός –κι ο πολιτικός- καλύτερα…
Η τέτοιου είδους συναλλαγή βρίσκει κάθετα αντίθετο την ΕΔΜ. Είναι εμετική κι ανήθικη!
Τι μπορείς να ρωτήσεις έναν πολιτικό, χωρίς να είσαι γλοιώδης;
*** Πάνω απ΄όλα να μην κάνεις ερωτήσεις που ξέρεις εκ προοιμίου την απάντηση.
*** Δε του στρώνεις το χαλί για να περπατήσει τα δικά του.
*** Θα του καλλιεργείς τον ναρκισσισμό, αλλά δεν θα τον υιοθετείς. Τρελαίνεται ο πολιτικός να ακούει για τα … «επιτεύγματά του» και η κατά φαντασία σπουδαιότητά του φουσκώνει σαν παγώνι. Ο πολιτικός θέλει φόλα… Αγλαϊζεται αν του δώσεις την εντύπωση ότι είσαι από τους «δικούς του» κι όχι από τους άλλους, το αντίπαλο κόμμα. Σε εμπιστεύεται απείρως! Κι ανοίγει το στόμα του.
*** Ο πολιτικός μπορεί να μιλάει για δημοκρατία, ελευθερία, αλλά ούτε το ένα είναι ούτε το άλλο. Είναι σε μαντρί! Μια θλιβερή κατάσταση που δεν του επιτρέπει το παραμικρό όχι να διατυπώσει. ΄Εχει καταντήσει χειροκροτητής. Πετάει ο γάηδαρος…πετάει! Αυτό ακριβώς και ουσιαστικώς είναι ο΄Ελληνας πολιτικός!
Έχοντας πάντα κατά νου όλα αυτά ,μπορεί να διαμορφώσουμε μια δημοσιογραφική τακτική που δεν θα πέφτει στις παγίδες σκοπιμότητες του πολιτικού, αλλά θα τον υποχρεώνει να είναι ειλικρινέστερος και ορθότερος κι όχι να επιδιώκει λιβάνια από τον Τύπο.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Β! ΜΕΡΟΣ
Στις συζητήσεις, ο Σωκράτης είναι πάντα ερωτών: «γιατί δέχεται ότι δεν ξέρει τίποτα», όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης [επεί και διά τούτο Σωκράτης ηρώτα αλλ' ουκ απεκρίνατο• ωμολόγει γαρ ουκ ειδέναι]. «Ο Σωκράτης υποβιβάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του», μας λέει ο Κικέρων, «υποχωρούσε περισσότερο από όσο χρειαζόταν στους συνομιλητές που ήθελε να αντικρούσει: έτσι, με το να σκέφτεται κάτι και να λέει κάτι άλλο, απολάμβανε συνήθως να χρησιμοποιεί αυτή την υπόκριση, που οι Ελληνες αποκαλούν ειρωνεία».
Γι' αυτό ο Σωκράτης δηλώνει στον Θεαίτητο ότι σε μια συζήτηση αρκείται στον ρόλο του μαιευτήρα. Ο ίδιος τίποτα δεν γνωρίζει και τίποτα δεν διδάσκει, αλλά αρκείται στο να θέτει ερωτήματα και οι ερωτήσεις του, τα ερωτήματα που θέτει, είναι αυτά που βοηθούν τους συνομιλητές του να γεννήσουν τη δική «τους» αλήθεια. Μια τέτοια εικόνα επιτρέπει σαφώς να εννοηθεί ότι η γνώση δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά στην ίδια την ψυχή και ότι εναπόκειται στο ίδιο το άτομο να την ανακαλύψει,
ΑΚΟΜΗ…
• Η Επικοινωνία Είναι: Ανάγκη, Ιδιότητα, Ικανότητα
• Μοντέλα Επικοινωνίας υπάρχουν πολλά, αλλά το δικό σας μπορεί να βγει και το καλύτερο. Η προσωπικότητα του δημοσιογράφου είναι αυτή που διαμορφώνει και το μοντέλο
• Κανάλια Επικοινωνίας… Άπειρα. Αστείρευτος ο τόπος.
• Ακούειν, Ο Πρώτος Κανόνας Καλής Επικοινωνίας. Ο δημοσιογράφος ξέρει να ακούει. Δεν φλυαρεί, δεν διακόπτει τον ερωτόμενο, δεν κάνει τον ξύπνιο…δεν εκφράζει δικές του απόψεις… γιατί το αντικείμενο είναι ο ερωτώμενος κι όχι ο ίδιος. Αν έχει ο ίδιος απόψεις , ας πάρει συνέντευξη από τον εαυτό του, για να τελειώνουμε άπαξ δια παντός από το φαιδρό φαινόμενο που κατά κόρον ασκείται από τους τηλεοπτικούς αστέρες!
• Παράγοντες Παραπλάνησης. Επειδή όπως έχουμε τονίσει ο δημοσιογράφος με τον συνεντευξιαζόμενο παίζουν το παιχνίδι της γάτας με τον ποντικό, οι παραπλανητικές, πλαγιοσκοπικές ερωτήσεις είναι μέσα στα πλαίσια της άσκησης της δημοσιογραφίας. Ένα μικρό παράδειγμα-από τα χιλιάδες που μπορεί να επινοήσει ο ερωτών δημοσιογράφος κι άσχετα με το αντικείμενο που τον ωθεί να λάβει μια συνέντευξη.
Είχε έρθει στην Αθήνα μια διάσημη ηθοποιός για τα γυρίσματα μιας ταινίας της.
Ο αθεόφοβος ρεπόρτερ...δήθεν αγαθώς τη ρώτησε:
--Πληροφορούμαστε κ… Τζην… Σήμπεργκ... ότι τα χρήματα που θα εισπράξετε από την ταινία θα τα δώσετε στα φτωχά παιδιά της Ελλάδας, αληθεύει;
Η διάσημη αποσβολώθηκε…κι άρχισε να παραμιλάει. Αυτή ήθελε με τη συνέντευξή της να προβάλει την ταινία της… αλλά ο πονηρός ρεπόρτερ την ξεστράτισε… τόσο πολύ, ώστε αναγκάστηκε να δώσει και ειδική συνέντευξη στους άλλους δημοσιογράφους… περί του…ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να δώσει τα λεφτά της στα… φτωχά ελληνόπουλα! Το πουλάκι όμως είχε πετάξει… Ο ρεπόρτερ έκανε καλά τη δουλειά του.Έφτιαξε από το τίποτε είδηση.
• Γραπτή Επικοινωνία.
Συχνά όταν θέλουμε να πάρουμε συνέντευξη, μας ζητάει το πρόσωπο που στοχεύουμε να υποβάλουμε γραπτώς το ερωτηματολόγιό μας και να μας απαντήσει επ αυτού επίσης γραπτώς. Είναι μια πρακτική συνηθέστατη, ασκούμενη κυρίως από υψηλόβαθμους πολιτικούς. Το κάνουν αυτό είτε από έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον δημοσιογράφο είτε κυρίως για διασφάλιση των λεγομένων τους ότι δεν θα παραποιηθούν.
• Το είδος αυτό, δεν παρέχει αμεσότητα και ειλικρίνεια στην συνέντευξη. Ο συνεντευξιαζόμενος με άνεση πλασσάρει αυτά που θέλει στον δημοσιογράφο κι όλα μέλι γάλα. Τούτο δεν σημαίνει ότι οι έγγραφες συνεντεύξεις δεν έχουν εκπλήξεις ενδιαφέροντος. Διότι αν το επιθυμεί ο συνεντευξιαζόμενος, μπορεί να δώσει πολλές βόμβες στον δημοσιογράφο. Άρα μη διστάζετε να υιοθετείτε κι αυτή την εκδοχή, συνηθέστατη στον Τύπο. Η έντυπη συνέντευξη έχει ένα μέγα προσόν: Δεν διατρέχετε τον κίνδυνο να διαψευστείτε.
ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ....
Με τις συνεντεύξεις συμβαίνει και το εξής αλλόκοτο. Συχνά ο συνεντευξιαζόμενος, ύστερα από τον αντίκτυπο της δημοσίευσης της συνέντευξης που σας έδωσε, πανικοβάλλετε ανοήτως και αμέσως προβαίνει σε διάψευση αυτών που σας είπε, δήλωσε!
Μια διάψευση είναι ψόγος, μομφή στη σταδιοδρομία του δημοσιογράφου…
΄Ετσι καλόν είναι να κρατάτε μαγνητοφωνάκι στα κρυφά… στο τσαντάκι σας που έχετε βάλει αθώα, ανέμλα στο γραφείο του συνεντευξιαζομένου… αν σας έχει αρνηθεί τη μαγνητοφώνιση.
Απαγορεύεται λέει ο Νόμοςη μαγνητοφώνιση άνευ συγκατάθεσης . Ας λέει. Προέχει η διασφάλιση της εγκυρότητάς σας. Αν βγει ο συνεντευξιαζόμενος και σας διαψεύσει αύριο, εσείς τουλάχιστον θα έχετε το σωσίβιο της αληθείας του μαγνητοφώνου. Τουλάχιστον ως προς τον αρχισυντάκτη σας θα είστε έγκυρος…Κι αυτό αρκεί. Ας σκούζει ο άλλος….
Είπαμε εν τούτοις σε ειδησεογραφικές συνεντεύξεις δεν χρειάζεται να κρατάτε ούτε μολύβι, ούτε μαγνητόφωνο.. απλά ισχυρή μνήμη. Ο συνεντευξιαζόμενος συνήθως φοβάται αυτά τα εργαλεία. Γίνεταιπιο ανοικτός όταν η κουβέντα σας ρολάρει φυσιολογικά σαν μιαπάρλα ανάμεσα σε φίλους. Αλλά η μνήμη σας πρέπει να είναι γερή και ακριβής όταν θα καθήσετε να γράψετε τη συνέντευξη στο χαρτί!
Δεν είναι αναγκαίο από μνήμης να αποδώσετε λέξη-λέξη τα όσα συγκρατήσατε από μνήμης. Γράψτε κατά προσέγγιση και με άλλες λέξεις, χωρίς να παραμορφώνετε το νόημα, την ουσία των όσων σας είπε!
• Επικοινωνία Από Το Τηλέφωνο. Πολλές φορές είμαστε αναγκασμένοι να παίρνουμε συνεντεύξεις και από το τηλέφωνο.
• Με το τηλέφωνο στο χέρι έχουμε τη δυνατότητα μαγνητοφωνικής καταγραφής των πάντων και εν αγνοία του συνομιλητού μας. Είναι ένα σημαντικό αβαντάζ.
• Σήμερα με τις ταχύτητες των πάντων, οι τηλεφωνικές συνεντεύξεις αποτελούν καθημερινή πρακτική των δημοσιογράφων. Κερδίζουν κυρίως χρόνο.Δεν χρειάζεται να τρέχουν από δώ κι από κει…για να εξασφαλίσουν αυτό που μπορούν μέσω τηλεφώνου!
• Με το τηλέφωνο γίνονται σημαντικές συνεντεύξεις… Υπάρχει άνεση. Ακόμη και σε περιπτώσεις που ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του σύρματος είναι αρνητικός… εσύ έχεις τη δυνατότητα να τον προκαλείς με ερωτήσεις και συχνά αυτός απαντάει… συνήθως με πολλά ενδιαφέροντα,τα οποία εν τούτοις δεν θα ήθελε να σας καταθέσει!
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΥΠΟΥ (Press conference)
Πέραν από τις μεμονωμένες συνεντεύξεις που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν οι δημοσιογράφοι, υπάρχουν και οι γενικές συνεντεύξεις Τύπου. Πρόκειται περί καθημερινού παγκοσμίως φαινομένου. Κάθε φορέας κυβερνητικός ή μη θέλοντας να εκμεταλλευτεί τα Μ.Μ.Ε διοργανώνει ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. Ήτοι καλεί σε συγκεκριμένο χώρο τους εκπροσώπους του Τύπου για να προβεί σε κάποιες ανακοινώσεις. Πρόκειται κυρίως για ενέργεια Δημοσίων Σχέσεων, που σπανίως παρουσιάζει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Και δεν παρουσιάζει, διότι όλοι οι κεκλημένοι στη συνέντευξη δημοσιογράφοι… θα έχουν μία από τα ίδια! Θ ακούσουν τα ίδια και θα γράψουν στις εφημερίδες τους τα ίδια. Τουτέστιν …πατάτες.
Μερικές όμως από τέτοιες συνεντεύξεις παρουσιάζουν εκρηκτικό ενδιαφέρον και οφείλουν όλα τα ΜΜΕ να έχουν παρουσία. Π.χ. Όταν ο πρωθυπουργός της χώρας προτίθεται να προβεί σε σημαντικές ανακοινώσεις,δεν μπορεί να απέχει κανείς από την εκδήλωση της press-conference.
Αν όμως μία καλλιτέχνιδα κάνει το ίδιο, δηλαδή δώσει συνέντευξη Τύπου, τα πράγματα διαφέρουν… Αυτό που θα πει είναι εκ προοιμίου γνωστόν: Θα κάνει προβολή της καλλιτεχνικής της προσπάθειας… προκειμένου το μύνημά της να περάσει μέσω του Τύπου στο ευρύ κοινό. Αλλά ο δημοσιογράφος δεν είναι διαφημιστής κανενός. Αναδεικνύει τα γεγονότα που θεωρεί επωφελή κι όχι ιδιοτελή!
Πολλές εκ των λεγομένων συνεντεύξεων Τύπου είναι ιδιοτελείς. Αποσκοπούν στην χρήση του Τύπου… για να τα οικονομήσουν με αδάπανη διαφήμιση. Το χούγι αυτό είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο παρά τοις ΄Ελλησι καλλιτέχνες. Να μη το ξεχνάτε!
Information( αν κι αυτά τα γράφουμε πιο…πάνω..είναι σημαντικότερα)
The second class of interviews are those seeking to gather information about a subject. These types of interviews are central to the practices of journalism and instructional design. Such interviews are also important to any non-fiction writer or researcher. In general the quotes and information gathered in these interviews are used in a publication or edited for broadcast.
Such interviews occur only because the subjects have some interest in being interviewed. There are four main reasons why subjects agree to be interviewed:
• Ego - The desire to be on television and to have one's opinions aired is a strong one-to-many. Many people enjoy talking about themselves and their lives.
• Publicity - Politicians and celebrities are dependent on publicity for their success and an interview is free advertising. As such many subjects insist upon prominent mentions of their latest book or movie in the interview. Such promotional interviews are frequently required by contracts.
• Money - The issue of whether reporters should pay for interviews is a controversial one. Pundits and experts are almost always paid, and this is often an important source of income to them. Most media outlets have rules against paying eyewitnesses for interviews, in part because this only encourages the fabrication of fraudulent stories in the hopes of being paid. A major exception to this are some tabloids, especially British tabloids. Other media outlets often wine and dine sought after subjects and give them other such perks.
• Helpfulness - many subjects agree to an interview simply to aid the reporter. This is true of most eyewitnesses and help explain why many famous individuals agree to grant interviews for items such as school papers.
Even after an interview has been granted the subject normally imposes conditions. Almost all interviews have a time limit. The greater the fame and importance of a subject the more limitations they demand. These includes subject matters that are off limits, a veto over the final piece, or even a full list of questions provided in advance. Some politicians, notably Helmut Kohl (Germany), have avoided giving interviews to the press, whereas many others consider this a necessary aspect of political campaigning.
There are several other rules to interviews. If a subject declares that what they say is "off the record" a reporter is not supposed to use such information. If material is "Background" the material can be used but its source cannot be mentioned, if it is "deep background" then the information cannot be used on its own, and can only confirm information already obtained from another source. A subject may also declare that their comments should have no "attribution." In such cases the name of the subject cannot be mentioned, but they should simply be referred to as "a source in ...".
These rules are unwritten and in the past reporters have broken them. However if a journalist published material that was off the record they are unlikely to be able to use that source again. They are known as a "burnt source." Moreover news of such betrayals spreads and a reporter may have trouble with other sources.
The tone of an interviewer is also important. Tough interviewers that are honest and forthrightly pose important and difficult questions are appealing to audiences, but not to subjects. An interviewer that develops a reputation for such aggressiveness may soon find it difficult to convince subjects to sit for an interview. A subject that is offended during an interview may put an early halt to the discussion. Politicians, celebrities, and experts on certain subjects are frequently interviewed. Sometimes interviews are ended early (usually by the interviewee); one famous example is the interview of Charlton Heston by Michael Moore in the film Bowling for Columbine. Well known investigative journalists can often get interviews only under false pretenses. Conversely, an interviewer that asks only "soft" questions will lose the respect of audiences and colleagues.
The ideal interview is considered to be a face to face one. Most newspapers order reporters to specifically mention that an interview was conducted by telephone or e-mail.
Εν κατακλείδι. Ο δημοσιογράφος θέτει σύντομες ερωτήσεις κι αφήνει τον άλλον να μιλάει. Οι συνομιλητές του είναι κατά κανόνα φλύαροι, στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να αναδείξουν το ΕΓΩ τους. Ας τους κατανοήσει την αδυναμία. Να συνεχίσει να τους ακούει. Στο κείμενο που τελικά θα δημοσιεύσει απλά αφαιρεί τις βλακείες και τα εγώ του. Κρατάει μόνο τα ουσιώδη. Βεβαίως όταν πας σε μια συνέντευξη αν κοιτάς το ρολόγι σου και βομβαρδίζεσαι από περιαυτολογίες, είναι σαφές ότι θα αγχώνεσαι… και δεν θα βλέπεις την ώρα πως θα ξεφύγεις από αυτόν τον τύπο.. που εσύ όμως επέλεξες… Μόνον άκουε. Κοντράριζε τον συνομιλητή σου, αλλά πρώτα άκουέ τον! Είναι απρέπεια να τον διακόπτεις την ώρα που μιλάει…Είναι χυδαιότητα να του κόβεις τον οίστρο και τον ειρμό, όπως αθλίως πράττουν στα κανάλια την σήμερον ημέρα.
ΟΙ ΣΧΟΙΝΟΒΑΣΙΕΣ του Ρεπόρτερ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΩΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ :
ΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΛΟΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
Τα παρακάτω εξαιρετικού ενδιαφέροντος στοιχεία θα σας δώσουν την ευκαιρία να μπείτε στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της δημοσιογραφίας ,αλλά και να κατανοήσετε την αέναη μάχη στην εξασφάλιση της ειδήσεως… δια της συνεντεύξεως.
Η σχέση ανάμεσα στους δημοσιογράφους και τα πρόσωπα που καλύπτουν διακρίνεται παραδοσιακά από αντιπαλότητα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, παραδείγματος χάριν, οι συνεχείς προστριβές ανάμεσα στο Λευκό Οίκο και τα ηλεκτρονικά ή έντυπα ΜΜΕ, κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Μπιλ Κλίντον ενίσχυσε αυτό το στερεότυπο. Η αλήθεια όμως είναι ότι, παρά τις συνήθεις εικόνες των δημοσιογράφων, οι οποίοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι πίσω από το κορδόνι της αστυνομίας και φωνάζουν επιθετικές ερωτήσεις σε κάποιον πολιτικό ενώ αυτός μπαίνει στη λιμουζίνα του, η συλλογή ειδήσεων βρίσκεται πλησιέστερα σε ένα είδος «παζαρέματος» παρά στις φραστικές αντεγκλήσεις.
Τόσο για τον ρεπόρτερ (που μπορεί να εργάζεται σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο), όσο και για το πρόσωπο που καλύπτεται ειδησεογραφικά (π.χ. έναν πολιτικό ή έναν επιχειρηματία ή, συνηθέστερα, τον εκπρόσωπό τους στα ΜΜΕ) η όλη διαδικασία της συλλογής ειδήσεων είναι αποτέλεσμα μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης. Μάλιστα, αμφότερες οι πλευρές αναζητούν μια ζώνη πιθανής συμφωνίας: μια είδηση που να ανταποκρίνεται σε αυτό που τα ΜΜΕ αντιλαμβάνονται ως «ένα καλό θέμα», ενώ ταυτόχρονα η πληροφορία που περιλαμβάνει να μην πλήττει σοβαρά τα συμφέροντα εκείνων στους οποίους αναφέρεται. Ακόμη περισσότερο: η διαδικασία της συλλογής ειδήσεων είναι ένα παιχνίδι με περισσότερους παίκτες – ανταγωνιστές-ρεπόρτερς από τη μια πλευρά, εκπροσώπους Τύπου, αξιωματούχους και εν γένει στελέχη με αντικρουόμενα συμφέροντα από την άλλη (εξ ου και οι γνωστοί «διαρροείς»). Πρόκειται για ένα παιχνίδι που διαδραματίζεται σε πολλά επίπεδα, εφόσον ο κάθε παίκτης εντάσσεται σε έναν μεγαλύτερο οργανισμό και πρέπει να διαχειρίζεται και την εσωτερική –πέρα από την εξωτερική- διάσταση της δουλειάς του: τις σχέσεις του με τους ανώτερούς του στην ιεραρχία του οργανισμού, είτε, στην περίπτωση που είναι δημοσιογράφος, αυτοί είναι οι αρχισυντάκτες, είτε, στην περίπτωση που είναι «σπόουκσμαν» (ή «σποουκσγούμαν») οι επίσημοι τους οποίους αντιπροσωπεύει.
Τούτο το δίκτυο σχέσεων επιτείνει το «δίλημμα του ρεπόρτερ», μια παραλλαγή του κλασικού «διλήμματος του διαπραγματευτή» που περιγράφεται από τους Lax και Sebenius (1986) (και αποτελεί με τη σειρά του παραλλαγή του γνωστού «διλήμματος του κρατούμενου»). Το δίλημμα του ρεπόρτερ βρίσκεται στο κέντρο της διαδικασίας συλλογής ειδήσεων και κωδικοποιείται ως εξής. Πρέπει ο ρεπόρτερ να προσπαθήσει να επωφεληθεί άμεσα, κυνηγώντας το περίφημο «λαυράκι» (scoop), διακινδυνεύοντας όμως ταυτόχρονα να ενοχλήσει αυτούς που καλύπτει, με κίνδυνο να τον «παγώσουν» και να καταλήξει έτσι χωρίς καμιά απολύτως είδηση; Ή μήπως πρέπει να κινηθεί προς το μακροπρόθεσμο όφελος, αναπτύσσοντας μια συνεργατική σχέση με αυτούς τους οποίους καλύπτει, μετατρέποντάς τους δηλαδή σε «πηγές του», η οποία θα του προσφέρει μια συνεχή ροή πληροφόρησης (μετρίου ωστόσο ενδιαφέροντος);
Αυτό που διακυβεύεται στην περίπτωση του ρεπόρτερ δεν είναι τίποτα λιγότερο από την επαγγελματική καταξίωση ή τη μίζερη μετριότητα – πόσο μάλλον το δικαίωμα της κοινής γνώμης για πληροφόρηση. Προσδιοριζόμενο σε συστημικό επίπεδο από τις αυξανόμενες ανταγωνιστικές πιέσεις αυτού που οι Kovach και Rosenstiel (1999) αποκαλούν «μεικτή κουλτούρα των μέσων» (αναφερόμενοι στη συνύπαρξη παραδοσιακών εντύπων και νέων ηλεκτρονικών μέσων) και σε προσωπικό επίπεδο από την έμφυτη σύγκρουση ανάμεσα στο «λαυράκι» και τη διατηρησιμότητα της σχέσης μεταξύ του ρεπόρτερ και των πηγών του, το «δίλημμα του ρεπόρτερ» δεν επισημαίνει απλώς μια παλαιά αλήθεια, ότι δηλαδή τα νέα είναι διαπραγματεύσιμα, αλλά υπογραμμίζει επίσης τη δυσχερή θέση του δημοσιογράφου ως διαπραγματευτή.
Οι αντίπαλες στρατηγικές
Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους δημοσιογράφους και τις πηγές τους, περιλαμβάνει το κωδικοποιημένο ρεπερτόριο των τελετουργιών της ενημέρωσης. Η επαφή πραγματοποιείται σε ομαδική ή ατομική βάση. Υπάρχει η συνέντευξη Τύπου, όπου ένας αξιωματούχος ή ένας εκπρόσωπος Τύπου αντιμετωπίζει μια ομάδα δημοσιογράφων, ο καθένας από τους οποίους έχει το δικαίωμα να θέσει μια και μόνο ερώτηση. Υπάρχει και η προσωπική συνέντευξη, όταν ένας ρεπόρτερ εξασφαλίζει αποκλειστική πρόσβαση στο πρόσωπο που καλύπτει. Η επαφή μπορεί να είναι επίσημη, όπως στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, και ό,τι λέγεται να είναι «δημοσιεύσιμο» (on the record) και να αποδίδεται στον εκπρόσωπο Τύπου. Στην περίπτωση αυτή η πληροφορία είναι «επώνυμη» . Η επαφή μπορεί όμως και να είναι ανεπίσημη, είτε με τη μορφή ομαδικής ενημέρωσης, είτε με τη μορφή ατομικών (ένας εναντίον ενός) συναντήσεων. Η πληροφορία μπορεί τότε να χαρακτηρίζεται ως «μπαγκράουντ» και είναι ουσιαστικά «ανώνυμη». Κρίσιμο εν προκειμένω είναι αν ο δημοσιογράφος μπορεί να αποδώσει έστω και ασαφώς την πληροφόρησή του (κάτι που στην πράξη λαμβάνει τη φραστική μορφή «στελέχη αναφέρουν» ) ή όχι (το λεγόμενο αγγλιστί «deep background», όταν ο ρεπόρτερ μπορεί μεν να χρησιμοποιήσει την πληροφορία, αλλά δεν μπορεί να την αποδώσει σε κανέναν). Στην τελευταία αυτή εκδοχή, η πληροφόρηση του ρεπόρτερ είναι «ανεπίσημη». Τέλος, υπάρχει και η περίπτωση ο ρεπόρτερ να μπορεί να λάβει υπόψιν του όσα ειπώθηκαν _ όχι όμως και να τα δημοσιεύσει (το λεγόμενο «οφ δε ρέκορντ»).
Οι επαφές με συγκεκριμένες «πηγές» μπορεί να είναι εκτεταμένες, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο δημοσιογράφος έχει αναλάβει να καλύψει ένα συγκεκριμένο ρεπορτάζ (αγγλιστί «beat»), πολιτικό, διπλωματικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό ή άλλο, όποτε παρακολουθεί διαρκώς αυτούς τους οποίους καλύπτει _ ακόμη και όταν ταξιδεύουν, οπότε πηγαίνει μαζί τους (με έξοδα του ΜΜΕ στο οποίο εργάζεται _ ενίοτε όμως και των ιδίων). Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ρεπόρτερς έχουν πολλές ευκαιρίες να πλησιάσουν ανεπίσημα τις πηγές τους – μπορούν να γευματίσουν μαζί, να τους επισκεφθούν στα σπίτια τους εκτός γραφείου και να έχουν εν γένει κοινωνικές επαφές. Αυτές οι σχέσεις έχουν ένα χαρακτήρα επαγγελματικής συμβίωσης. Ο διευθυντής των New York Times Max Frankel (1999: 234) θυμάται τα χρόνια της δεκαετίας του ’60, όταν ήταν διπλωματικός συντάκτης της εφημερίδας στην Ουάσιγκτον, «να περιφέρεται στους διαδρόμους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ή του Πενταγώνου τα πρωινά του Σαββάτου» ως «μια από τις πλέον αγαπημένες του συνήθειες». Οι ανώτεροι αξιωματούχοι, εξηγεί, «ήταν στα γραφεία τους χωρίς γραβάτες, αλλά με σπορ πουκάμισα και σπάνια φρουρούνταν από τις γραμματείς τους, όπως συνέβαινε τις καθημερινές», με αποτέλεσμα να είναι πιο ανοιχτοί σε επισκέψεις και «να απολαμβάνουν ευχαρίστως ένα διάλειμμα για ένα ευφυές χαριτολόγημα». Ένας αναλυτής διαπραγμάτευσης θα μπορούσε να ερμηνεύσει αυτές τις ανεπίσημες σαββατιάτικες επισκέψεις ως τίποτε λιγότερο από μια ήπια προσπάθεια χειραγώγησης της τυπικής διαδικασίας, αλλάζοντας τον τόπο και τους κανόνες της επαφής .
Η συλλογή ειδήσεων προϋποθέτει ένα πλαίσιο ερώτησης-απάντησης, έναν τρόπο επαφής, σύμφωνα με τον οποίο το αίτημα για ενημέρωση συναντάται με την προσφορά πληροφορίας. Οι δύο πλευρές ορίζουν το επαγγελματικό τους όφελος με διαφορετικό τρόπο: ο ρεπόρτερ αναζητά ένα «καλό θέμα», μια πληροφορία που θα ενδιαφέρει τους αναγνώστες ή τους θεατές ¨ η «πηγή» κάνει διάκριση ανάμεσα στην πληροφορία που μπορεί να αποκαλύψει και στην πληροφορία που δεν μπορεί, ή δεν πρέπει, να δημοσιοποιηθεί. Όπως και στη διαπραγμάτευση, μια ζώνη πιθανής συμφωνίας εκτείνεται στο χώρο όπου και οι δύο πλευρές διαβλέπουν αμοιβαίο, αλλά πάντως όχι ταυτόσημο, όφελος.
Στην πράξη το εύρος της ειδησεογραφικής διαπραγμάτευσης είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι συμμετέχοντες στη διαδικασία. Ο ρεπόρτερ μπορεί να έχει ήδη σχηματίσει κάποια εικόνα για ένα θέμα, να έχει αντιληφθεί πράγματα που αν επιβεβαιωθούν επισήμως («ον δε ρέκορντ») ώστε να είναι δημοσιεύσιμα, θα του εξασφαλίσουν μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία, που μπορεί μάλιστα να φέρει σε δύσκολη θέση εκείνους που καλύπτει. Οι τελευταίοι θα ήθελαν να δουν να δημοσιεύεται ένα μόνο τμήμα από την αλήθεια, αυτό ακριβώς που ευνοεί τα συμφέροντά τους ή εμφανίζει τους ίδιους με κολακευτικά χρώματα. Εν συντομία, θα ήθελαν το ρεπορτάζ να περνά τη «γραμμή τους» (αγγλιστί το «spin» τους).
Αμφότερες οι πλευρές μπορούν να προσφύγουν σε σκληρό παζάρεμα στην προσπάθεια να επιτύχουν αυτό που θέλουν. Αν όμως ένας ρεπόρτερ ακολουθήσει επιθετική τακτική στις ερωτήσεις του (θέλωντας να βγάλει «λαυράκι»), κινδυνεύει να πάρει την απάντηση «ουδέν σχόλιο» _ και να μείνει χωρίς θέμα. Εναλλακτικά, αυτοί που καλύπτονται θα ήθελαν να δουν ένα κείμενο που να ευνοεί τα συμφέροντά τους ¨ σε αυτήν την περίπτωση όμως οι ρεπόρτερς θεωρούν ότι έχουν μετατραπεί σε «φερέφωνα». Στις έγκυρες εφημερίδες και τους μεγάλους σταθμούς, το «πέρασμα της γραμμής» δεν θεωρείται δημοσιογραφία, και το ρεπορτάζ μπορεί να κριθεί ανάξιο λόγου. Έτσι, μπορεί πάλι ο ρεπόρτερ να μείνει χωρίς θέμα.
Εν τούτοις, στη δημοσιογραφική πρακτική το «δεν έχουμε θέμα» δεν είναι το επιθυμητό αποτέλεσμα: καμιά πλευρά δεν διανοείται να παραιτηθεί από τη διαπραγματευτική διαδικασία. Οι εφημερίδες έχουν λευκό χαρτί και τα ηλεκτρονικά μέσα χρόνο για να γεμίσουν. Στην πραγματικότητα τόσο οι ρεπόρτερς όσο και οι «πηγές» τους έχουν τον ίδιο, συμπληρωματικό στόχο _ τη δημοσίευση (ή έστω τηλεοπτική εκφώνηση) ενός ρεπορτάζ. Εφόσον αποδεχθούν τη σχέση αλληλεξάρτησης που τους συνδέει, οι αντίπαλες πλευρές μπορούν να επωφεληθούν αμοιβαία, αναζητώντας ένα κοινό πεδίο. Οι «πηγές» μπορούν, στην πορεία, να αποκαλύψουν μια πληροφορία που οι ρεπόρτερς να θεωρούν άξια λόγου. Τούτο μπορεί να οδηγήσει στη δημοσίευση ενός θέματος αποδεκτού από αμφότερες τις πλευρές.
Η όλη διαδικασία μπορεί να διευκολυνθεί αρκετά από την «ανώνυμη» και γενικώς «μπαγκράουντ» πληροφόρηση, η οποία επιτρέπει σε αυτούς που καλύπτονται να κοινοποιούν πληροφορίες που θεωρούν ευαίσθητες, διατηρώντας συγχρόνως τη δυνατότητα να τις διαψεύσουν επισήμως. Για τους ρεπόρτερς οι ανώνυμες πληροφορίες δημιουργούν κάποια προβλήματα, εφόσον πρέπει οι ίδιοι να εγγυηθούν για την εγκυρότητά τους στους αρχισυντάκτες τους -και κατ’επέκταση στους αναγνώστες τους- διακινδυνεύοντας τη δική τους αξιοπιστία. Από εκεί και πέρα, υπάρχει η παλιά δημοσιογραφική αρχή, σύμφωνα με την οποία καμία «ανεπίσημη», «μπαγκράουντ» πληροφορία, προερχόμενη από ανώνυμη πηγή, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εάν δεν έχει προηγουμένως διασταυρωθεί με μια δεύτερη, ανεξάρτητη, ανώνυμη πηγή.
Εδώ είναι σημαντικό να υπογραμμίσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο μορφοποιείται η ειδησεογραφική κάλυψη. Διότι όχι μόνο η «ανεπίσημη», αλλά ακόμη και η «οφ δε ρέκορντ» πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία, καθώς οι ρεπόρτερς καλούνται να αποφασίσουν αν θα την συμπεριλάβουν σιωπηρά στο κείμενό τους, επιτρέποντάς της να επηρεάσει την οπτική γωνία του ρεπορτάζ τους _ ή αν θα την αγνοήσουν τελείως. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Frankel ως διπλωματικού συντάκτη, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ρασκ «αρεσκόταν να ενημερώνει τους δημοσιογράφους ‘ανεπίσημα’ προσφέροντάς τους ένα εκλεκτό μπράντι στο γραφείο του τα απογεύματα της Παρασκευής», αποβλέποντας προφανώς στο να επηρεάσει «…τον τόνο των διπλωματικών αναλύσεων στο κυριακάτικο φύλλο μας». Αυτονόητο είναι πως για να χρησιμοποιήσουν «ανώνυμες» πληροφορίες (ο Ρασκ, π.χ., «επέμενε ότι έπρεπε να αναφέρεται ως ‘ανώτερος αξιωματούχος’ και όχι ως υπουργός Εξωτερικών), οι ρεπόρτερς πρέπει να έχουν αναπτύξει με τις πηγές τους μια σχέση εμπιστοσύνης.
Αν και κάθε είδηση μπορεί να αποτελεί προϊόν μιας εφάπαξ επιτυχούς διαπραγμάτευσης μεταξύ του ρεπόρτερ και της «πηγής» του, η συλλογή ειδήσεων είναι μια συνεχής διαδικασία. Οι εφημερίδες έχουν καθημερινές εκδόσεις, ενώ η τηλεόραση και το ραδιόφωνο μεταδίδουν ειδησεογραφικά δελτία πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενίοτε ακόμη και 24 ώρες το 24ωρο. Οι ρεπόρτερς και οι εκπρόσωποι Τύπου είναι αναγκασμένοι να συναντηθούν ξανά και ξανά, και η συνάντηση αυτή μπορεί να είναι μια καθημερινή ρουτίνα. Αυτή η πραγματικότητα αποκαλύπτει την ενδογενή ροπή της συλλογής ειδήσεων, να ισορροπεί ανάμεσα στην εφάπαξ συμφωνία –«ένα καλό θέμα»- και τη διηνεκή σχέση ανάμεσα στους ρεπόρτερς και τις πηγές τους. Εάν κάποια από τις δύο πλευρές δεν είναι ικανοποιημένη από μια πληροφορία που δημοσιεύθηκε, είτε επειδή η «πηγή» θεωρεί ότι δεν αποδόθηκαν σωστά αυτά που είπε, είτε επειδή ο ρεπόρτερ θεωρεί ότι παραπλανήθηκε, η μεταξύ τους σχέση δέχεται πλήγμα.
Αμφότερες οι πλευρές πρέπει να εξισορροπήσουν απτούς («καλό θέμα» έναντι «περάσματος της γραμμής») και ιδεατούς στόχους (αμοιβαίο ενδιαφέρον να διατηρηθεί η καλή τους φήμη για την ακρίβεια, αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια των δημοσιευμάτων ή των ισχυρισμών τους και, εν πάση περιπτώσει, τον επαγγελματισμό τους). Αυτή η διαδικασία εξισορρόπησης μπορεί να είναι λεπτή και δύσκολη. Εάν κάποια πλευρά θεωρήσει ότι εξαπατήθηκε, μπορεί να επιλέξει να τιμωρήσει την άλλη. Η επανάληψη επιτρέπει την αντεκδίκηση. Από τη δεκαετία του ‘60 οι New York Times φημίζονται για την παράδοσή τους να αποκαλύπτουν την ταυτότητα των ανώνυμων πηγών που παραπλάνησαν την εφημερίδα κατά τη διαδικασία της παροχής «μπαγκράουντ» πληροφοριών (Kovach και Rosenstiel 1999: 42).
Το γεγονός ότι η συλλογή ειδήσεων είναι μια συνεχής διαδικασία προσφέρει διαπραγματευτικά «ατού» όχι μόνο σε «εφημερίδες-θεσμούς», όπως οι New York Times, αλλά και στον κάθε ρεπόρτερ ξεχωριστά. Σε ένα περιστατικό που αναφέρει ο Howard Kurtz (1998: 6), ένας ρεπόρτερ της Wall Street Journal που κάλυπτε το Λευκό Οίκο επί Κλίντον αγνοήθηκε όταν ένα θέμα διοχετεύθηκε στο πλαίσιο συγκεκριμένης επικοινωνιακής στρατηγικής «ανωνύμως» στον Τύπο. Ο δημοσιογράφος αντέδρασε τηλεφωνώντας στον υπεύθυνο αξιωματούχο και εξηγώντας του ότι το γεγονός αυτό θα είχε δυσάρεστες συνέπειες σε μελλοντικά δημοσιεύματα, αν ο δράστης δεν έσπευδε να επανορθώσει. Η απειλή ήταν καθαρή. Ο εν λόγω ρεπόρτερ «…είχε τη φήμη μέσα στο Λευκό Οίκο ότι διοχέτευε δηλητηριώδεις πληροφορίες κατά μη-συνεργάσιμων αξιωματούχων στην παραπολιτικη ανώνυμη στήλη που δημοσιευόταν στο πρωτοσέλιδο της WSJ κάθε Παρασκευή με τίτλο ‘Washington Wire’» (Kurtz 1998: 6). Σύντομα, υπό το φόβο περαιτέρω εκδικητικών ενεργειών, ο ρεπόρτερ έλαβε αποκλειστική συνέντευξη του προέδρου Κλίντον για κάποιο άλλο θέμα.
Από την άλλη πλευρά, οι «πηγές» μπορούν να ανακαλέσουν δηλώσεις ή να διαψεύσουν την εγκυρότητα ενός δημοσιεύματος, θίγοντας με αυτόν τον τρόπο την αξιοπιστία ενός συγκεκριμένου ρεπόρτερ ή και του μέσου για το οποίο αυτός ή αυτή εργάζεται. Εάν ο ρεπόρτερ συνεχίσει να είναι ενοχλητικός, μπορεί να του αφαιρεθεί ακόμη και η ευκαιρία να θέτει ερωτήσεις. Παραδείγματος χάριν, ο Λάρι Σπικς, εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου επί Ρέηγκαν, «…συνήθιζε να καταγγέλει τους ρεπόρτερ που τον επέκριναν ή του έκαναν επιθετικές ερωτήσεις και τους απειλούσε ότι θα τους ‘έβγαζε από την πιάτσα’, εννοώντας ότι δεν θα τους ξαναμιλούσε» και μάλιστα έφτανε στο σημείο να το κάνει αυτό δημοσίως «για να τους ταπεινώσει μπροστά στους συναδέλφους τους». Έτσι, «ο Κρις Γουάλας, ανταποκριτής των NBC News ήταν ‘παγωμένος’ επί χρόνια» (Kovach και Rosenstiel 1999: 46).
Πράγματι, τίποτα δεν μπορεί να είναι χειρότερο για έναν ρεπόρτερ από το να του αποκλείσουν κάθε πρόσβαση σε κρίσιμες στιγμές – π.χ., όταν είναι ξεκάθαρο ότι ο οργανισμός, η υπηρεσία ή η επιχείρηση που καλύπτει πρόκειται να πάρει μια μεγάλη απόφαση ή να κάνει κάποια σημαντική ανακοίνωση με μεγάλο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Ακόμη και ο αποκλεισμός ενός ρεπόρτερ από την πρόσβαση σε αυτούς που θα λάβουν τη σημαντική απόφαση είναι ένα πολύ αποτελεσματικό όπλο που οι εκπρόσωποι Τύπου μπορούν να χρησιμοποιούν. Η δυσαρέσκεια μπορεί επίσης να εκφραστεί και με πιο ήπιους τρόπους, όπως όταν ο πρόεδρος Τζον Κένεντι ακύρωσε τη συνδρομή του στην εφημερίδα New York Herald Tribune διαμαρτυρόμενος έμμεσα για τον τόνο των ρεπορτάζ της από τον Λευκό Οίκο (Kurtz 1998: xx).
Ανταγωνισμός και παιχνίδια πολλαπλών επιπέδων
Η συλλογή ειδήσεων περιπλέκεται καθώς σπάνια αποτελεί διαδικασία που διεκπεραιώνεται από δύο μόνο πρόσωπα: το ρεπόρτερ και την «πηγή» του. Στην πραγματικότητα, ούτε ο ρεπόρτερ ούτε η «πηγή» του είναι μόνοι στην αρένα του ρεπορτάζ. Ο ρεπόρτερ βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τους άλλους ρεπόρτερς τόσο της ίδιας της εφημερίδας του, όσο, βεβαίως, και των άλλων εφημερίδων. Οι «πηγές» μπορούν μάλιστα να επιλέξουν ανάμεσα στους διαφορετικούς ρεπόρτερς εκμεταλλευόμενες τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και αξιοποιώντας τους φρενήρεις ρυθμούς του 24ωρου κύκλου ειδήσεων με τρόπο ώστε να τους εξαναγκάσουν να γίνουν υποχωρητικοί υπό την πίεση του χρόνου (βλ. Watkins 1998). Αν ένας δημοσιογράφος γνωρίζει ότι ένας συνάδελφος καλύπτει το ίδιο θέμα, μπορεί να αμβλύνει τον επιθετικό τόνο των ερωτήσεών του ή και να συμβιβαστεί λαμβάνοντας περιορισμένη πληροφόρηση, ακόμη και «οφ δε ρέκορντ». Μια τέτοια αντίληψη καθιστά σαφώς τον ρεπόρτερ διαπραγματευτικά ευάλωτο και έχει ως αποτέλεσμα το πέρασμα της «γραμμής» (spin) της πηγής του.
Ο ανταγωνισμός μπορεί να περιορίσει σημαντικά τις εναλλακτικές επιλογές του ρεπόρτερ. Ο Kurtz (1998: 206-207) αναφέρει ένα περιστατικό του Απριλίου του 1996, όταν το επιτελείο του Λευκού Οίκου είχε υποσχεθεί να «διαρρεύσει» το περιεχόμενο μιας ομιλίας του Κλίντον για το AIDS, βάζοντας την Άλισον Μίτσελ των New York Times και τον Τζον Χάρις της Washington Post σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν ευνοϊκή πρωτοσέλιδη κάλυψη του γεγονότος. Τέτοιες τακτικές «διαίρει και βασίλευε» χρησιμοποιούνται όταν οι «πηγές» έχουν απέναντί τους περισσότερους ρεπόρτερς. Πάντως, αν λειτουργήσουν συλλογικά, οι ρεπόρτερς μπορούν να αξιοποιήσουν την αριθμητική τους δύναμη. Σε μια συνέντευξη Τύπου, οι ρεπόρτερς μπορούν να κάνουν από μία ερώτηση, αλλά αν επιμείνουν όλοι στο ίδιο θέμα, καθένας πηγαίνοντας ένα βήμα μπροστά το ερώτημα του προηγούμενου, τότε ο εκπρόσωπος πολύ δύσκολα θα ξεφύγει.
Αυτού του είδους η αλληλεγγύη είναι σημαντική για τη συλλογή των ειδήσεων. Στην εποχή της «μεικτής κουλτούρας των μέσων» (Kovach και Rosenstiel 1999) η έντυπη δημοσιογραφία, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και οι δημοσιογράφοι του Διαδικτύου βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό για τα ίδια θέματα. Όμως οι διαφορετικοί οργανισμοί και μέσα δεν έχουν τις ίδιες δεοντολογικές αρχές. Οι ρεπόρτερς των εντύπων, σε γενικές γραμμές, επιμένουν ακόμα υπερηφάνως στη δημοσιογραφία των «γεγονότων», ενώ τα τηλεοπτικά talk shows ή ακόμα και κάποια δελτία ειδήσεων, χωρίς να αναφέρει κανείς τα on-line έντυπα του Διαδικτύου, επιδίδονται όλο και περισσότερο σε ένα είδος δημοσιογραφίας «ισχυρισμών», που εξαρτάται λιγότερο από την εξακρίβωση πραγματικών περιστατικών και περισσότερο από τη διατύπωση προκλητικών απόψεων, λειτουργώντας με την «ταχύτητα του φωτός». Συνεπώς, διαφορετικά μέσα έχουν διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με το τι είδους θέματα ή περιεχόμενο εν γένει έχει δημοσιογραφική αξία _ δηλαδή είναι μεταδόσιμο ή δημοσιεύσιμο.
Αυτές οι διακρίσεις μπορούν να είναι καθοριστικές για το «πώς θα παίξει» αρχικά ένα μεγάλο θέμα. Το περιοδικό Newsweek, π.χ., αν και είχε την είδηση, προσπάθησε να κερδίσει χρόνο σχετικά με την υπόθεση Λιουίνσκι στις αρχές του 1998, αναζητώντας πιο πολλά στοιχεία που να τεκμηριώνουν το ρεπορτάζ. Όμως ο Ματ Ντρατζ, δημοσιογράφος του Διαδικτύου, δεν είχε καθόλου αναστολές προκειμένου να παρουσιάσει την ιστορία on-line στην παραπολιτική ιστοσελίδα του, ενώ η ακρίβειά της δεν ήταν ακόμη επιβεβαιωμένη, αφήνοντας πίσω τον ρεπόρτερ του Newsweek Μάικλ Ίζικοφ, που είχε πρώτος το θέμα χάρη στις ερευνητικές του προσπάθειες. Έτσι οι ρεπόρτερς, ανάλογα με το μέσο στο οποίο εργάζονται, δεν ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις, γεγονός που επηρεάζει τη θέση τους, όταν παζαρεύουν με τις «πηγές» τους. Η πίεση του ανταγωνισμού, ο φόβος π.χ. του δημοσιογράφου ενός εντύπου, ότι ένα θέμα θα βγει πρόωρα «στον αέρα» στο Διαδίκτυο ή σε ένα reality show της τηλεόρασης, συχνά τον αναγκάζει να υιοθετήσει ανώνυμους ισχυρισμούς – εξ ου και η διαρκώς αυξανόμενη δύναμη των «πηγών» - διακινδυνεύοντας την επαγγελματική αξιοπιστία του. Πράγματι, ένα από τα θύματα της δημοσιογραφικής κάλυψης του σκανδάλου Λουίνσκι ήταν ο προαναφερθείς κανόνας των «δύο ανωνύμων πηγών».
Η «μεικτή κουλτούρα των μέσων» έχει μια επιπλέον συστημική συνέπεια: μειώνει την αξία (και τη σχετική ισχύ) των παραδοσιακών έντυπων μέσων ως πρωταρχικών ειδησεογραφικών «πυλών» (gatekeepers). Στις μέρες μας ο όρος «μέσα» μπορεί να αναφέρεται σε ο,τιδήποτε από τις πιο σοβαρές ιστορικές εφημερίδες μέχρι τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά και τις ιστοσελίδες του Διαδικτύου. Για κάθε αναγνωρισμένο, «έγκυρο» ρεπόρτερ υπάρχει και ένας «τελάλης της Νέας Εποχής», όπως το περιοδικό για θέματα επικοινωνίας Brill’s Content χαρακτηρίζει τον Ματ Ντράτζ. Όπως λέει ο στίχος του ποιητή W.B. Yeats «…το κέντρο δεν αντέχει», εξ ου και η διαχείριση των ΜΜΕ από τις «πηγές» γίνεται στις μέρες μας όλο και πιο δύσκολη, ιδιαίτερα για αυτούς που καλύπτονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό που δεν θα δημοσιεύσει μια σοβαρή εφημερίδα, δεν αποκλείεται καθόλου να το παρουσιάσει ένα reality show της τηλεόρασης.
Στο μεταξύ το κοινό ασχολείται όλο και λιγότερο με το «ποιος αποκάλυψε την είδηση πρώτος». Συχνά η δημοσιοποίηση ενός θέματος από ένα, ακόμη και περιφερειακό, ΜΜΕ, υποχρεώνει και τα άλλα να ακολουθήσουν, ενίοτε αναπαράγοντας απλώς ό,τι γράφεται ή λέγεται. Προφανώς, αυτό το αποφασίζουν οι διευθυντές. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ρεπορτάζ από πρωτογενές γίνεται δευτερογενές, αφού ένα ΜΜΕ καταγράφει αυτό που παρουσιάζουν τα άλλα ΜΜΕ. Η τακτική αυτή υιοθετήθηκε από τις σοβαρές λονδρέζικες εφημερίδες στην κάλυψη της Πριγκίπισσας Νταιάνας. Απέφευγαν να έχουν δικό τους ρεπορτάζ, αλλά δημοσίευαν ένα ρεπορτάζ για το τι έγραφαν τα φθηνά, λαϊκά tabloids. Πλέον όταν «σκάει ένα μεγάλο θέμα», ο κάθε ρεπόρτερ βασίζεται όλο και λιγότερο στις πηγές του και απλώς τρέχει να προλάβει τους συναδέλφους του. Κλείνοντας τον κύκλο με διαστροφικό σχεδόν τρόπο, η «μεικτή κουλτούρα των μέσων» τείνει να ακυρώσει τις βλαβερές συνέπειες του ανταγωνισμού, αφού οι ρεπόρτερς αποενοχοποιούνται και αισθάνονται ελεύθεροι να δημοσιεύσουν κάτι, εφόσον αυτό έχει δημοσιοποιηθεί σε κάποιο άλλο μέσο _ εφόσον δηλαδή η πληροφορία υπάρχει «κάπου εκεί έξω».
Ούτως ή άλλως, τα πράγματα δεν είναι εύκολα και για τις «πηγές» που βρίσκονται συχνά και αυτές σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Πολύ σπάνια ένας αξιωματούχος, στέλεχος ή και απλός υπάλληλος ενός οργανισμού κατέχει μόνο αυτός μια πληροφορία. Στην πραγματικότητα, σε κάθε οργανισμό, δημόσιο ή ιδιωτικό, περισσότεροι παίκτες έχουν πρόσβαση στην ίδια πληροφορία. Αυτοί οι παίκτες συχνά βρίσκονται σε σύγκρουση λόγω διαφορετικών συμφερόντων ή και προσωπικών αξιών. Οι επαφές τους με τους δημοσιογράφους δεν μπορούν να επιτηρηθούν ή να ελεγχθούν αποτελεσματικά. Ακόμη και ο Λευκός Οίκος του Νίξον, όπου τα τηλέφωνα παρακολουθούνταν, δεν μπορούσε να εντοπίσει τους «διαρροείς». Σε κανέναν οργανισμό δεν υπάρχει απόλυτη «σύμπνοια απόψεων». Επιπλεόν, η δυνατότητα να διαρρεύσει κανείς πληροφορίες «ανεπισήμως», σε λογική «μπαγκράουντ» ή «οφ δε ρέκορντ» ή ακόμη και να διοχετεύσει με τρόπο μυστικό κρίσιμα έγγραφα σε έναν ρεπόρτερ, καθιστά σχεδόν αδύνατη την αποκάλυψη της ταυτότητας μιας «ανώνυμης πηγής» ακόμη και αφού τα ρεπορτάζ έχουν δημοσιευθεί. Εφημερίδες, τηλεοπτικοί σταθμοί και ιστοσελίδες μπορεί να έχουν μεταξύ τους διαφορές, συμπίπτουν όμως στο ότι περιφρουρούν με ζήλο τα ονόματα των «πηγών» τους. Η πληροφορία μπορεί να «διαρρεύσει» ακόμη και προκαταβολικά, από παίκτες που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο και επιζητούν να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων «από έξω».
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών αξιωματούχοι του αμερικανικού δημόσιου τομέα φέρουν την ευθύνη για τη δημοσιοποίηση μεγάλων θεμάτων όπως τα απόρρητα έγγραφα του αμερικανικού Πενταγώνου για το Βιετνάμ, που δημοσιεύθηκαν το 1971 από τους New York Times, ή το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που αποκαλύφθηκε το 1972-74 από τη Washington Post και ουσιαστικά οδήγησε στην πτώση του Ρίτσαρντ Νίξον. Στην πρώτη περίπτωση, το βασικό ρόλο για την αποκάλυψη της πληροφορίας έπαιξε ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ. Στη δεύτερη περίπτωση, η βασική πηγή, γνωστή ως «Βαθύ Λαρύγγι», ήταν ένα στέλεχος της αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας και διατηρεί την ανωνυμία του μέχρι σήμερα.
Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εικονογράφηση της δυναμικής του ανταγωνισμού τόσο μεταξύ των ρεπόρτερς όσο και μεταξύ των «πηγών». Όχι μόνο το «Βαθύ Λαρύγγι» ήταν δυσαρεστημένο με τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Νίξον, αλλά και οι δύο δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν το θεμα, οι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπερνστάιν, ήταν συντάκτες του ελεύθερου ρεπορτάζ που βρίσκονταν χαμηλά στην ιεραρχία της εφημερίδας και όχι πολιτικοί συντάκτες. Σε αντίθεση με τους ρεπόρτερς που ήταν διαπιστευμένοι στο Λευκό Οίκο (συμπεριλαμβανομένων και των συναδέλφων τους στην εφημερίδα) οι δύο δημοσιογράφοι είχαν τη δυνατότητα να δράσουν χωρίς περιορισμούς. Λόγω της έλλειψης κάποιας στενής σχέσης με το Λευκό Οίκο, ήταν ελεύθεροι να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στο να έχουν μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία, ένα πραγματικό «λαυράκι», χωρίς να τους ενδιαφέρει πώς αυτό θα επηρεάσει τη σχέση τους με τις «πηγές» τους. Πολύ απλά, μη όντας πολιτικοί συντάκτες δεν είχαν καθόλου «πηγές» στο Λευκό Οίκο.
Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ εικονογραφεί επίσης και τη διάσταση των δύο επιπέδων στη συλλογή των ειδήσεων. Ο Λευκός Οίκος μπορεί να μην είχε καμιά άμεση εξουσία πάνω στους δύο ρεπόρτερς, αλλά η κυβέρνηση Νίξον ήταν αμείλικτη στις προσπάθειές της να πλήξει την Post (αποκλείοντας την πρόσβαση σε όλους τους ρεπόρτερς της, κοινώς «παγώνοντάς» τους) και την εκδότριά της Κάθριν Γκράχαμ (που «αισθάνθηκε πολιορκημένη»), φθάνοντας μάλιστα σε σημείο να ανακαλέσει τις άδειες τηλεοπτικών καναλιών στη Φλώριδα που ανήκαν στην ιδιοκτήτρια εταιρεία της εφημερίδας. Τα στελέχη του Νίξον απευθύνθηκαν μάλιστα άμεσα στον ιδιοκτήτη του τηλεοπτικού καναλιού CBS Μπιλ Πέιλι, προσπερνώντας το τμήμα ειδήσεων, όταν το δίκτυο αποφάσισε να βγάλει στον αέρα ένα θέμα για το Γουότεργκεϊτ (Graham 1997: 468-478) που επιβεβαίωνε τα δημοσιεύματα της Post.
Η συλλογή ειδήσεων δεν περιορίζεται στη συνεχή διαπραγμάτευση ανάμεσα στους ρεπόρτερς και τις «πηγές» τους. Καμιά πλευρά δεν είναι μονολιθική. Οι ρεπόρτερ δίνουν λόγο στους αρχισυντάκτες τους, ενίοτε δε και στους διευθυντές τους, τους οποίους πρέπει συχνά να πείσουν ότι βρίσκονται στα ίχνη ενός «καλού θέματος» και μετά να διαπραγματευτούν για τη θέση του στην ύλη της εφημερίδας (πρωτοσέλιδο ή μια αναφορά βαθειά μέσα στο φύλλο). Η σχέση ανάμεσα στο ρεπόρτερ και τον αρχισυντάκτη του είναι συχνά μια διαπραγμάτευση από μόνη της. Ο Kurtz (1998: 222) αναφέρει πώς ο ρεπόρτερ Τζεφ Γκέρθ «έχασε κάποια από τα πρώτα θέματα του σχετικά με το σκάνδαλο Γουαϊτγουότερ, που βάρυνε τους Κλίντον, εξαιτίας ενός άτολμου και διστακτικού αρχισυντάκτη των [New York] Times κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του 1992». Με τη σειρά τους οι αρχισυντάκτες υπάγονται στο διευθυντή και στη συνέχεια στον εκδότη, που εκτιμά την απόδοσή τους και εγκρίνει ή αποδοκιμάζει (ρητά ή σιωπηρά) τις επιλογές τους.
Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ αποτελεί κλασικό παράδειγμα των πολυεπίπεδων εσωτερικών διασυνδέσεων στην ιεραρχία των ΜΜΕ. Οι Γούντγουορντ και Μπερνστάιν στην προσπάθειά τους να δημοσιοποιήσουν την όλη ιστορία έπρεπε να εξασφαλίσουν με τη σειρά την υποστήριξη των υπεύθυνων του Ελεύθερου και του Μητροπολιτικού ρεπορτάζ, του αρχισυντάκτη και τελικά του διευθυντή της Post (οι κκ. Μπάρι Σάσμαν, Χάρι Μ.Ρόζενφελντ, Χάουαρντ Σάϊμονς και Μπεν Μπράντλι αντιστοίχως).
Ανάλογες ιεραρχίες χαρακτηρίζουν και τους δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς που καλύπτονται από τα ΜΜΕ. Τα στελέχη των γραφείων Τύπου ή οι υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων αποτελούν τη βιτρίνα αυτών που αντιπροσωπεύουν και αναλαμβάνουν να διαχειριστούν, ως «πρώτη γραμμή άμυνας», τις ερωτήσεις και έρευνες των δημοσιογράφων. Τα πρόσωπα αυτά ελέγχουν τη ροή της πληροφορίας και την άμεση πρόσβαση (με τη μορφή ενημέρωσης ή συνεντεύξεων) σε αυτούς που αντιπροσωπεύουν. Η βασική επαγγελματική τους έγνοια είναι να εξασφαλίσουν την εγκυρότητα και ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχουν στο κοινό προκειμένου να διατηρήσουν την επαγγελματική τους αξιοπιστία. Έτσι εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ειλικρίνεια αυτών που εκπροσωπούν και οι σχέσεις ανάμεσά τους είναι συχνά επίπονες.
OFF & ON THE RECORD
Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης συμβαίνουν πολλά απρόοπτα. Έχουμε αναφέρει μερικά σημαντικά ήδη… αλλά υπάρχει και κάτι ουσιωδέστατο που πρέπει να το φυλάτε ως ΘΡΗΣΚΕΙΑ!
Ο συνομιλητής σας είναι δυνατόν, κατά την ώρα της συνέντευξης να απαιτήσει ότι μια συγκεκριμένη δήλωσή του δεν πρέπει να δημοσιευθεί! Είναι «μεταξύ σας». Πρόκειται για τον γνωστό διεθνή όρο OFF THE RECORD. Δηλαδή εκτός… αναφοράς και δημοσιοποιήσεως ,όρος που δεσμεύει τον δημοσιογράφο για να μην αναφερθεί στη συγκεκριμένη επιθυμία του συνομιλητού του. Ακόμη κι αν η εμυστήρευση του συνομιλητού αφορά την ανατροπή της Κυβέρνησης … αύριο.
Μπορεί εν τούτοις ο δημοσιογράφος μπροστά σε τέτοια αποκάλυψη, και εφόσον είναι βέβαιος ότι μάλλον να συμβεί, να αναγράψει το επικείμενο γεγονός, χωρίς όμως ποτέ να αναφερθεί στην πηγή του που τον δέσμευσε με τα δεσμά του OFF THE RECORD.
___________________________________________
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΑ …ΦΥΣΙΚΑ…
ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ> ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ….ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΑ ΔΩΡΕΑΝ από την Ε.Δ.Μ. -ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΞΑΝΑΓΙΝΕ!ΑΥΤΟ!
Καλές οι Πανεπιστημιακές σχολές... αλλά είναι μακράν του δημοσιογραφικού εν τη πράξει... ονείρου! Οσοι σπούδασαν ... σε Πανεπιστήμια, ή άλλες "σχολές"...ΤΟ ΞΈΡΟΥΝ... !
θα χαρείτε σίγουρα τα ...ΜΑΘΗΜΑΤΑ... Είτε είστε ερασιτέχνης... είτε επαγγελματίας ..Παρακολουθείτε τα...Θα φωτιστείτε!
_____________________________________________
ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ – ΣΚΟΡΠΙΑ ΜΕΝ … ΑΛΛΑ ΧΡΗΣΤΙΚΟΤΑΤΑ ΔΕ….ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!
Καλές οι Πανεπιστημιακές σχολές... αλλά είναι μακράν του δημοσιογραφικού εν τη πράξει... ονείρου! Οσοι σπούδασαν ... σε Πανεπιστήμια, ή άλλες "σχολές"...ΤΟ ΞΈΡΟΥΝ... !
θα χαρείτε σίγουρα τα ...ΜΑΘΗΜΑΤΑ... Είτε είστε ερασιτέχνης... είτε επαγγελματίας ..Παρακολουθείτε τα...Θα φωτιστείτε!
_____________________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου